Ανάλυση
Του ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ
Οι σχέσεις κόμματος και Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ γνωρίζουν σήμερα τη σημαντικότερη κρίση στη ιστορία τους. Στο κενό που αφήνει η αποχώρηση του Α.Παπανδρέου και με βάση τη συνταγματική πρόβλεψη για την αναπλήρωση της θέσης του πρωθυπουργού, η ΚΟ επιχειρεί την πολιτική της “χειραφέτηση”. Η, μετά το 1981, ενίσχυση της θέσης της, έναντι των άλλων κέντρων κομματικής εξουσίας, οδήγησε σε διατάραξη των εσωκομματικών ισορροπιών και σε μετάλλαξη της διαμορφωμένης, ιστορικά, φυσιογνωμίας του κόμματος. Στα πλαίσια της νέας διανομής της εσωκομματικής εξουσίας, που τείνει να διαμορφωθεί και η οποία -σημειωτέον- διεξάγεται ερήμην της κοινωνικής βάσης του κόμματος, διεκδικεί, για πρώτη φορά ως συλλογικό υποκείμενο, έναν ενισχυμένο και αυτόνομο ρόλο. Υπό τις παρούσες συνθήκες δεν μπορεί να θεωρείται, πλέον, δεδομένη η προτεραιότητα των κομματικών οργάνων, απέναντι στην ΚΟ, ούτε η άνευ όρων πειθάρχιση της τελευταίας στις αποφάσεις των πρώτων. Άλλωστε, η απόφαση που έλαβε την περασμένη Τετάρτη το Εκτελεστικό Γραφείο, σε μια προσπάθεια να “φρενάρει” την διαδικασία αυτονόμησής της, στην ουσία αποτελεί πρόταση συμβιβασμού με αυτήν και σαφή αναγνώριση του νέου θεσμικού της ρόλου.
Ο ιστορικός δυϊσμός του ΠΑΣΟΚ
Η αντίθεση κοινοβουλευτικών/κομματικών δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Εμφανίσθηκε στο παρελθόν εξίσου μεγάλη, ή και μεγαλύτερη. Ο πολιτικός δυϊσμός της οργάνωσης του ΠΑΣΟΚ υπήρξε, εξαρχής, από την πρώτη δηλαδή περίοδο συγκρότησής του, μια δομική του ιδιομορφία. Υπάρχουν κόμματα, στο εσωτερικό των οποίων η Κ.Ο. κατέχει δεσπόζοντα ρόλο για τη λήψη των σημαντικότερων αποφάσεων, όπως η εκλογή του αρχηγού, η εκπόνηση της πολιτικής γραμμής και του προγράμματος, η διαμόρφωση της στρατηγικής και των συμμαχιών. Υπάρχουν, αντιθέτως, και κόμματα στα οποία ο ρόλος της ΚΟ οριοθετείται, απλώς, στα πλαίσια της “κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης”, ενώ οι υπόλοιπες καθοδηγητικές λειτουργίες ανήκουν στα κομματικά όργανα. Στην περίπτωση, όμως, του ΠΑΣΟΚ οι ρόλοι αυτοί εμφανίζονταν πάντοτε συγκεχυμένοι. Είναι γεγονός, ότι, ιστορικά, η θέση της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ στα πλαίσια της εσωκομματικής δομής παρέμεινε υποβαθμισμένη. Η προτεραιότητα της κομματικής ιεραρχίας (Κεντρική Επιτροπή, Εκτελεστικό Γραφείο) υπήρξε έναντι της σαφής. Καθόλου τυχαία, το καταστατικό του κόμματος, στο σχετικό κεφάλαιο (κεφ.12, άρθρα 63-66), ομιλεί απλώς και μόνον περί “κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης”, ενώ τα όρια δράσης των βουλευτών προσδιορίζονται ως ακολούθως: “Η κοινοβουλευτική […] δραστηριότητα [ΓΜ: του βουλευτή του κόμματος], πρέπει να είναι σύμφωνη με τις γενικές αποφάσεις της Κοιν. Ομάδας, της Κεντρικής Επιτροπής, και του Συνεδρίου. Τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας δέχονται τις αποφάσεις του Κινήματος, συμμορφώνονται με την τακτική που υιοθετούν τα όργανα του Κινήματος Σε κάθε περίπτωση οφείλουν να σέβονται την αρχή της ενότητας ψήφου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας” (άρθρο 65, παρ.2). Ενώ, όμως, το “κόμμα” εμφανίζεται παραδοσιακά ως το κέντρο παραγωγής της (“ριζοσπαστικής”) πολιτικής και της στρατηγικής, η ΚΟ αναλαμβάνει την “προς τα έξω” κεντρική (“παλαιοκομματικού” τύπου) εκπροσώπηση του κινήματος. Μπορεί η ΚΟ να μην συμμετείχε στην εκπόνηση της στρατηγικής, να αδυνατούσε να παρακολουθήσει τις αντιπαραθέσεις των ριζοσπαστικών τάσεων, ή να μην συμμετείχε στις εσωκομματικές συγκρούσεις, πάντοτε όμως κατελάμβανε σημαντικό ρόλο, δίδοντας τη δική της διάσταση και ερμηνεία στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ, καλύπτοντας ταυτοχρόνως η ίδια σε μεγάλο βαθμό αυτήν τη διαμεσολάβηση στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
ΚΟ εναντίον ΚΕ;
Αυτός ο πολιτικός δυϊσμός, που χαρακτηρίζει το ΠΑΣΟΚ καθ’ όλην την περίοδο 1974-85, θα ενισχυθεί κατακόρυφα μετά το 1989 υπέρ της ΚΟ, αλλά και θα μετασχηματισθεί για τους εξής λόγους: 1) Με τις τριπλές εκλογές του 1989-90, η ΚΟ ανανεώνεται ριζικά. Συνολικά, το 60% των σημερινών βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος έχουν εκλεγεί για πρώτη φορά μετά το 1989 (Βλέπε αναλυτικά το σχετικό αφιέρωμα. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 10.12.95). Πρόκειται, επομένως, για ένα νέο και σχετικά άφθαρτο στελεχικό δυναμικό, που δεν έχει χρεωθεί, ή ταυτισθεί με την περίοδο της διακυβέρνησης 1981-89. Επιπλέον, λόγω του σταυρού προτίμησης διαθέτει αυξημένη κοινωνική νομιμοποίηση 2) Λόγω της σταδιακής ακύρωσης της εσωκομματικής ζωής – που λειτουργούσε ως αντίβαρο – και της συγκεντρωτικής/ γραφειοκρατικής μετεξέλιξης του κόμματος – φαινόμενο ευρύτερο που περιγράφεται ως “παρακμή των μαζικών κομμάτων. 3) Λόγω της απορρόφησης (εμπλοκής) στη διακυβέρνηση μιάς σημαντικής μερίδας του στελεχικού δυναμικού του κόμματος. Το βουλευτικό αξίωμα προσέλκυσε τα ανώτερα κομματικά στελέχη και αποτέλεσε για αυτά το όχημα της πολιτικής σταδιοδρομίας και της κοινωνικής ανόδου. Οδήγησε, ταυτοχρόνως, σε αποδυνάμωση του κομματικού μηχανισμού και μετατόπισε το κέντρο ενδιαφέροντος στο Κοινοβούλιο. Εξαιτίας της σταδιακής μεταπήδησης, μετά το 1981, των κομματικών στελεχών στο Κοινοβούλιο (και στο κράτος), η ΚΕ και η ΚΟ τέμνονται σήμερα σε μεγάλο βαθμό, οι ιδιότητες του μέλους της ΚΕ και του βουλευτή διαπλέκονται πλέον στενά. Ενώ το 1977, μόνον 21 μέλη της ΚΕ (26,3%) ήταν ταυτοχρόνως και βουλευτές, στην ΚΕ που εκλέχθηκε στο 3ο Συνέδριο του κόμματος (Απρίλιος 1994) 80 μέλη της (57,1%) είναι ταυτοχρόνως και βουλευτές (πίνακες 1 και 2). Οι διεργασίες που περιγράφηκαν συνοπτικά έχουν οδηγήσει σε αναβάθμιση της θέσης της ΚΟ, μέσα στο πλέγμα των εσωκομματικών κέντρων ισχύος. Για πρώτη φορά στην ιστορία των εσωκομματικών συγκρούσεων, η ΚΟ τείνει να αποτελέσει αυτόνομο πόλο. Το γεγονός και μόνον εγγράφει σημαντική υποθήκη για τη μελλοντική φυσιογνωμία του κόμματος, ανεξάρτητα από την τελική έκβαση της αντιπαραθέσεως.
* Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής, 7 Ιανουαρίου 1996, με τον τίτλο: “Η σημαντικότερη κρίση ‘κομματικών’ – ‘κοινοβουλευτικών’. Ο πολιτικός δυϊσμός της οργάνωσης του ΠΑΣΟΚ υπήρξε από την πρώτη περίοδο συγκρότησής του μια δομική του ιδιομορφία”