Ανάλυση
του ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ
Με βάση μια πρόσφατη έρευνα της Public Issue (Νοέμβριος 2013), προκύπτει ότι 6 στους 10 ερωτώμενους (61%) θεωρούν ως κόμμα με «ακραίες απόψεις» τη Χρυσή Αυγή, και μόνον 1 στους 10 (11%) τον ΣΥΡΙΖΑ (διάγραμμα 1). Είναι προφανές, ότι η εξίσωση των «δύο άκρων» δεν βρήκε απήχηση στο εκλογικό σώμα και η εμβέλεια του ιδεολογήματος παραμένει μηδαμινή. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ούτε οι ίδιοι οι ψηφοφόροι της ΝΔ πείθονται, στο μέτρο που και αυτοί, σε ποσοστό 62%, θεωρούν ως «ακραίο» κόμμα, την ΧΑ (και 1 στους 5, 19% τον ΣΥΡΙΖΑ – διάγραμμα 2).
Η σχετική «θεωρία των δύο άκρων», υιοθετήθηκε από σημαντική μερίδα ηγετικών στελεχών της «Νέας Δημοκρατίας». Σχήμα χωρίς θεωρητική αξία αποτέλεσε μια αμιγώς προπαγανδιστική κατασκευή, που στόχευσε πολιτικά –όπως αποδεικνύεται χωρίς αποτέλεσμα- στη συκοφάντηση της Αριστεράς και στον εκφοβισμό του εκλογικού σώματος. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να στραφεί εναντίον της Χρυσής Αυγής και να ποινικοποιήσει τη δράση της, σε συνδυασμό με την εναντίον της καμπάνια των Μέσων Ενημέρωσης, έχουν επιφέρει στο ιδεολόγημα ένα βαρύ πλήγμα, διότι αποκαλύφθηκε ότι στην πραγματικότητα συγκρίνονται ανόμοια πράγματα. Όπως τεκμηριώνεται εμπειρικά, η δυναμική των πολιτικών εξελίξεων είχε ως αποτέλεσμα τον πολιτικό ενταφιασμό του εγχειρήματος. Τα γεγονότα είναι πάντοτε «ξεροκέφαλα» και αυτό οφείλουν να το γνωρίζουν όχι μόνον όσοι έχουν θητεύσει στην Αριστερά.
Ο συμψηφισμός και η εξομοίωση της δράσης μιας νεοναζιστικής οργάνωσης, που διώκεται ως εγκληματική, με το κόμμα της κοινοβουλευτικής Αριστεράς (που τυχαίνει να αποτελεί και την αξιωματική αντιπολίτευση), συνάντησε -εξ’ αρχής- τη δυσπιστία του εκλογικού σώματος. Αυτό μπορεί να αποδοθεί σε έναν «πολιτισμικό παράγοντα», τα δημοκρατικά «αντανακλαστικά» που χαρακτηρίζουν έντονα την μεταπολιτευτική ελληνική κοινωνία και την προϋπάρχουσα ισχυρή απήχηση του κοινοβουλευτισμού και της κοινοβουλευτικής ιδεολογίας· στοιχεία που στέκονται «εμπόδιο» στην επιχειρούμενη κατεδάφιση των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Φαίνεται ότι η χλευαζόμενη «κουλτούρα της μεταπολίτευσης», που τόσο πολύ ερεθίζει τους νεοφιλελεύθερους διανοούμενους-απολογητές της ελληνικής «μεταδημοκρατίας» και «τεχνο-πολιτικής», αν και φθίνουσα, εξακολουθεί να παραμένει ενεργή.