Ανάλυση του
ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ
Η σχετική δυσκολία της μέτρησης του νέου κόμματος
Η εμπειρική μέτρηση της απήχησης ενός υπό ίδρυση πολιτικού σχηματισμού έχει εξ’ ορισμού σχετική και μόνο σημασία. Χωρίς διαμορφωμένη φυσιογνωμία και ιδεολογικά χαρακτηριστικά, προηγούμενη εκλογική καταγραφή και αποκρυσταλλωμένες σχέσεις εκπροσώπησης με τους εκλογείς του, η επιλογή πρόθεσης ψήφου σε «κόμμα Αβραμόπουλου» δεν μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμη με την επιλογή πρόθεσης ψήφου στα υπαρκτά κόμματα. Παρόμοια επιλογή σε κάλπη δημοσκόπησης είναι πιθανόν να ευνοεί τη χαλαρότητα της ψήφου, λειτουργώντας ως «ιδανικό κόμμα», ή υποκαθιστώντας τις επιλογές της λεγόμενης «αδιευκρίνιστης» ψήφου των δημοσκοπήσεων. Κατά συνέπεια, ενδέχεται (διότι δεν γνωρίζουμε ακόμη) να λειτουργεί μεροληπτικά υπέρ του «κόμματος Αβραμόπουλου», διευρύνοντας την πραγματική του απήχηση, κατά αντίστοιχο τρόπο που λειτουργεί πχ. η επιλογή «είμαι αναποφάσιστος/η», ή «είμαι δυσαρεστημένος/η». Κατηγορίες που, όπως είναι γνωστό, δεν καταγράφονται στην πραγματική κάλπη, αλλά αποτελούν εννοιολογικές κατασκευές των δημοσκοπήσεων.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο σημείο που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα και αυτό αφορά τη θεσμική λειτουργία των δημοσκοπήσεων της νέας περιόδου. Μέχρι τις εκλογές, οι δημοσκοπήσεις θα αποτελούν την μοναδική διαθέσιμη ένδειξη για την κοινωνική απήχηση του νέου κόμματος. Επομένως, διαγράφεται ο κίνδυνος να εκληφθούν αποτελέσματα δημοσκοπήσεων ως τεκμήριο της λαϊκής βούλησης και να λειτουργήσουν έτσι ως υποκατάστατο της εκλογικής διαδικασίας.
Η πολιτική σκηνή μετά την εξαγγελία
Οι προηγούμενες διαπιστώσεις δεν μας απαλλάσουν βεβαίως από την υποχρέωση ερμηνείας του φαινομένου, ούτε επιδιώκουν να μειώσουν τις ενδεχόμενες επιπτώσεις του στην πολιτική σκηνή. Διότι, πέραν από τις μεθοδολογικές επιφυλάξεις που μπορεί να διατυπώσει κανείς, το κοινωνικά και πολιτικά διάχυτο ποσοστό 16,8% των πολιτών που επιλέγουν σήμερα «κόμμα Αβραμόπουλου» στην ερώτηση πρόθεσης ψήφου, καταγράφει ένα όχι απλώς υπαρκτό, αλλά και μαζικό ρεύμα (φαινόμενο) πολιτικής δυσαρέσκειας (βλέπε αναλυτικά πίνακες 1a,1b,2). Ανεξάρτητα από την τύχη του νέου σχήματος, πιστοποιεί την χαλάρωση και αποστοίχιση (dealignment) των κομματικών ταυτίσεων και επομένως την ύπαρξη διευρυμένης ρευστότητας της ψήφου. Σε καμια περίπτωση δεν προεξοφλεί την επιτυχία, ή αποτυχία του εγχειρήματος Αβραμόπουλου, αλλά υποδηλώνει σαφέστατα την ύπαρξη ζωτικού χώρου για αυτόν (ή και για άλλους) και γενικότερα ευνοεί τη διαμόρφωση ενός τρίτου πόλου της πολιτικής σκηνής.
Με την εμφάνιση του νέου σχήματος εγγράφεται το ενδεχόμενο να μετατοπισθεί το βάρος της πολιτικής σκηνής από την Κεντροαριστερά (που παραμένει ο κυρίαρχος πόλος της ελληνικής πολιτικής σκηνής μέχρι σήμερα) στην Κεντροδεξιά. Άλλωστε, το γεγονός αυτό φαίνεται να προεξοφλείται σήμερα από την κοινή γνώμη. Σύμφωνα με την έρευνα, το 43% των ερωτηθέντων θεωρεί πιθανότερο για τα επόμενα χρόνια «να κυβερνάει τη χώρα» η Κεντροδεξιά και όχι η Κεντροαριστερά (25%).
Ανεξάρτητα, πάντως, από το βαθμό συνοχής του (ο συμπαγής πυρήνας του υπολογίζεται, σύμφωνα με την εκτίμηση του Ινστιτούτου V-PRC σε 7,2% – βλέπε σχετικό διάγραμμα), το «ρεύμα Αβραμόπουλου» είναι σαφές ότι αφορά το σύνολο της πολιτικής σκηνής. Φαίνεται να προκαλεί σήμερα, όχι μόνον σημαντική μείωση επιρροής των δύο μεγάλων κομμάτων, αλλά και των μικρών, κυρίως του ΔΗΚΚΙ. Τα ποσοστά πρόθεσης ψήφου για το ΠΑΣΟΚ (27,7%) και τη ΝΔ (32,3%), αλλά και η «ψαλλίδα» πρώτου/δεύτερου κόμματος που καταγράφονται στην πρόθεση ψήφου θυμίζουν έντονα το τοπίο των Ευρωεκλογών του 1999. Η διατήρηση της διαφοράς υπέρ της ΝΔ (+4,6%) μπορεί να αιφνιδιάζει τους πολιτικούς αναλυτές, αλλά είναι καθ’ όλα ερμηνεύσιμη. Αφενός, οφείλεται στη διατήρηση των διαρροών του ΠΑΣΟΚ προς τη ΝΔ (4,5% των ψηφοφόρων του Απριλίου), που δεν αντισταθμίζονται από αντίστροφες εισροές (μόλις 1% των ψηφοφόρων της ΝΔ του Απριλίου δείχνουν να μετατοπίζονται προς το ΠΑΣΟΚ. Αφετέρου, όμως, σε κάτι σημαντικότερο.
Το «κόμμα» (ρεύμα) Αβραμόπουλου καταγράφεται λιγότερο, από ό,τι είχε αρχικά υποτεθεί, στο χώρο της «Δεξιάς» και περισσότερο στο «Κέντρο» του πολιτικού άξονα. Η προέλευση των «δυνάμει εκλογέων» του νέου κόμματος από τα δύο μεγάλα κόμματα είναι σχεδόν ισοδύναμη, ελαφρώς σε βάρος της ΝΔ (πίνακας 2). Διαγράφεται επομένως κίνδυνος διεμβολισμού όχι μόνον της ΝΔ, αλλά και του ΠΑΣΟΚ, καθότι το «Κέντρο» της πολιτικής σκηνής είναι ο χώρος που μετά το 1981 έχει σχεδόν μονοπωλήσει το τελευταίο. Σύμφωνα με τη αυτοτοποθέτηση των δυνάμει ψηφοφόρων του στη 10βάθμια κλίμακα Αριστεράς (=1)/Δεξιάς (=10), το «κόμμα Αβραμόπουλου», αποσπά το 17% μεταξύ των κεντρώων ψηφοφόρων (θέσεις 5-6 της κλίμακας), το 20,3% των κεντροδεξιών (θέσεις 7-8) και το 15,5% μεταξύ των δεξιών (θέσεις 9-10 – πίνακας 2).
Διαφορές στην κομματική ταύτιση
Παρά την αρνητική εικόνα ενότητας του κόμματος που παρουσιάζει η ΝΔ, η κομματική ταύτιση των ψηφοφόρων της ΝΔ παραμένει ισχυρότερη από την αντίστοιχη των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Ενώ οι ψηφοφόροι της ΝΔ εξακολουθούν να παραμένουν -συγκριτικά- περισσότερο συσπειρωμένοι στο κόμμα τους (78%), οι δεσμοί εκπροσώπησης του ΠΑΣΟΚ εμφανίζονται σήμερα περισσότερο χαλαροί και επομένως οι ψηφοφόροι του περισσότεροι ευάλωτοι. Ιδίως στην περιφέρεια, όπου τα φαινόμενα μαρασμού της παραδοσιακής μορφής του κόμματος είναι περισσότερο εμφανή.
Επιπλέον, η εμφάνιση του νέου ρεύματος δεν αποκλείεται να έχει επιπτώσεις και στην Αριστερά, κυρίως του Συνασπισμού, αφού αποσπά το 12% μεταξύ των κεντροαριστερών ψηφοφόρων (που αυτοποθετούνται στις θέσεις 3-4 της κλίμακας Α/Δ). Χαρακτηριστικό παράδειγμα, για το «κεντρώο πλασάρισμα» (δεν γνωρίζουμε βεβαίως σήμερα, αν θα επιβεβαιωθεί και μακροπρόθεσμα), είναι η ιδιαίτερα υψηλή επιρροή του ρεύματος που καταγράφεται στην Κρήτη (πίνακας 1a,1b), αλλά και η σημαντική επιρροή που ασκεί στους πρώην ψηφοφόρους του ΔΗΚΚΙ, που δείχνουν να απορροφώνται από το «κόμμα» Αβραμόπουλου σχεδόν κατά το ήμισυ 50%! (πίνακας 2). Τα από παράδοση ισχυρά αντι-δεξιά αντανακλαστικά των (δυσαρεστημένων) ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ δεν επέτρεπαν την απευθείας μετατόπισή τους προς τη ΝΔ. Αντιθέτως, το κεντρώο προφίλ του κ.Αβραμόπουλου, επιτρέπει την απο-ενοχοποιημένη απομάκρυνσή τους από αυτό. Μόνον η παραταξιακή ταύτιση του νέου ρεύματος με το «Κέντρο» μπορεί να εξηγήσει αυτήν την τάση.
Ο διεκδικούμενος χώρος
Η άλλη πλευρά αυτής της τάσης, με περισσότερο μακροπρόθεσμες και δομικές επιπτώσεις στο κομματικό σύστημα μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Η γνωστή θεωρητικά «τάση σύγκλισης» των δύο μεγάλων κομμάτων στο «κέντρο» (με τη «δεξιά» μετατόπιση του ΠΑΣΟΚ και την «κεντρώα» στροφή της ΝΔ) έχει διαμορφώσει πλέον έναν ευρύτατο χώρο αλληλοεπικάλυψης, που ποσοτικά μπορεί να αντιπροσωπεύει και το 20% του εκλογικού σώματος. Αυτοί οι ψηφοφόροι δηλώνουν ταυτοχρόνως ότι «θα μπορούσαν να ψηφίσουν» τόσο το ΠΑΣΟΚ, όσο και τη ΝΔ! Στην εμπειρική πολιτική έρευνα, το φαινόμενο αυτό μπορεί να μετρηθεί και πάλι με τη βοήθεια της 10βάθμιας κλίμακας Αριστεράς/Δεξιάς. Οι ψηφοφόροι του κυβερνώντος κόμματος αυτοτοποθετούνται στο 5,1 της κλίμακας και της ΝΔ στο 7,4. (Ο μέσος όρος αυτοτοποθέτησης του εκλογικού σώματος υπολογίζεται σε 5,9).
Η ιδεολογική απόσταση μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είναι μόλις 2,3, γεγονός που υποδηλώνει, εμπειρικά, εντυπωσιακή ιδεολογική μεταστροφή σε σύγκριση με το όχι και τόσο απώτερο παρελθόν. Αυτόν ακριβώς τον κοινωνικά διευρυμένο χώρο ανταγωνισμού μεταξύ των δύο κομμάτων επιλέγει να διεκδικήσει και ο κ.Αβραμόπουλος, οι δυνάμει εκλογείς του οποίου αυτοτοποθετούνται στο 6,2 της κλίμακας, ανάμεσα στα δύο κόμματα.
Όμως, η αντίστροφη όψη του ίδιου γεγονότος συνιστά και την «αχίλλειο πτέρνα» του εγχειρήματος, καθιστώντας το εξαιρετικά αβέβαιο. Όπως προκύπτει από την έρευνα -ενδεικτικότατη ένδειξη της υψηλής ρευστότητας που κυριαρχεί- το 62% των ψηφοφόρων του «κόμματος Αβραμόπουλου» (σχεδόν οι 2 στους 3) δηλώνει, επίσης, ότι θα μπορούσε να ψηφίσει τη ΝΔ, το 52% ότι θα μπορούσε να ψηφίσει το ΠΑΣΟΚ (ο 1 στους 2), ενώ 30% των δυνάμει οπαδών του (ο 1 στους 3) θα μπορούσε να ψηφίσει και τα δύο!
Ο κ.Αβραμόπουλος, αν και πολιτικός της νεωτερικότητας δεν θα μπορέσει να αποφύγει την πολιτική.