ΑΝΑΛΥΣΗ
Του Γιάννη Μαυρή[1]
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών (εφεξής ΣτΠ), το κυβερνών κόμμα ήρθε σε ανοικτή αντίθεση με το κοινό αίσθημα της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα του δικού του εκλογικού ακροατήριου.[2] Για αυτό και δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ήδη από τον περασμένο Ιούλιο είχε κυριαρχήσει στην κοινή γνώμη η διάχυτη πεποίθηση, σε ποσοστό 76%, ότι η ΣτΠ θα επηρεάσει αρνητικά («θα βλάψει») το κυβερνών κόμμα, και, ταυτόχρονα, σε ποσοστό 40%, ότι θα επηρεάσει θετικά («θα ωφελήσει») την αξιωματική αντιπολίτευση (Διάγραμμα 1). Το εντυπωσιακό στοιχείο, ως προς αυτό το δεδομένο, είναι ότι και η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος στις τελευταίες βουλευτικές (9/2015), 65% ή 2 στους 3, είχαν ήδη αποδεχθεί -έξι μήνες πριν- την εκτίμηση ότι η Συμφωνία θα βλάψει το κόμμα τους.[3]
Πολιτικό αποτέλεσμα της ΣτΠ είναι να ενταθεί περαιτέρω η πολιτική και εκλογική απομόνωση του κυβερνώντος κόμματος, στην οποία περιήλθε μετά το 2015, λόγω της προσχώρησής του στις μνημονιακές πολιτικές. Eμπειρική απόδειξη για αυτήν την απομόνωση συνιστά το γεγονός, ότι η κοινωνική υποστήριξη στη ΣτΠ[4] αποδεικνύεται ακραία κομματικοποιημένη και, μάλιστα, η κομματικοποίησή της έχει αυξηθεί, σε σύγκριση με το περασμένο εξάμηνο.
Συγκεκριμένα, μεταξύ των σημερινών ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ –που είναι αρκετά λιγότεροι από εκείνους του 2015- το ποσοστό υπέρ της Συμφωνίας, προσεγγίζει το 73%. Αντιθέτως, μεταξύ της ευρύτερης εκλογικής βάσης, που υποστήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015, η αποδοχή της Συμφωνίας περιορίζεται στο 39% (μόλις 4 στους 10), ενώ η πλειοψηφία της (45%) τάσσεται κατά (Πίνακας 1).
Ωστόσο, για την εκλογική προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ, έχει μεγαλύτερη σημασία κυρίως η στάση που καταγράφει η κρίσιμη μερίδα των απομακρυνθέντων/ μετατοπισθέντων από το κόμμα στην περίοδο 2015-2019 ψηφοφόρων, τους οποίους το κυβερνών κόμμα φιλοδοξεί να συσπειρώσει και επαναπατρίσει. Στις δημοσκοπήσεις, αυτή η κατηγορία προκύπτει από τη διασταύρωση της προηγούμενης ψήφου στις εκλογές του 9/2015, με τη σημερινή πρόθεση ψήφου και αφορά όσους ψηφοφόρους απαντούν στη δημοσκόπηση, ότι ενώ είχαν ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές, σήμερα δηλώνουν («πρόθεση») ότι έχουν μετατοπισθεί σε άλλες επιλογές ψήφου (άλλα κόμματα, αποχή, λευκό/άκυρο) ή παραμένουν «αναποφάσιστοι».[5] Το δυσμενές -για τον κυβερνητικό εκλογικό σχεδιασμό- συμπέρασμα είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτής της κρίσιμης κατηγορίας ψηφοφόρων τάσσεται κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, σε ποσοστό 72% (7 στους 10). Κατά συνέπεια, οι πιθανότητες εκλογικής της επανάκαμψης είναι μάλλον περιορισμένες.
Συμπερασματικά, η κοινωνική υποστήριξη στη ΣτΠ περιορίζεται -κατά κύριο λόγο- στους σημερινούς ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Οι ψηφοφόροι του αποτελούν σήμερα το 60% (6 στους 10), εκείνων που υποστηρίζουν τη Συμφωνία (τοποθετούνται υπέρ της), ενώ αποτελούσαν το 56% τον Ιούλιο του 2018. Αντιθέτως, το υπόλοιπο 40% των υποστηρικτών της, συγκεντρώνεται από όλους ανεξαιρέτως τους υπόλοιπους κομματικούς χώρους (44% τον Ιούλιο, Διάγραμμα 2).
Με αφορμή τη ΣτΠ, οξύνθηκε ο κομματικός ανταγωνισμός και ενισχύθηκε η μετατόπιση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης, ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα, πέρα από το «απρόσφορο» Μνημόνιο, που άλλωστε «τελειώνει». Ταυτόχρονα, η διαίρεση «εθνικισμού/αντιεθνικισμού», που αναδύθηκε με ένταση το προηγούμενο εξάμηνο, εντατικοποιεί μια ιδεολογική σύγκλιση που κυοφορείται εδώ και καιρό.
Αυτή η εξέλιξη αφήνει έδαφος στο κυβερνών κόμμα, για «αμφίπλευρη ιδεολογική διεύρυνση, τόσο «προς τα αριστερά», όσο και «προς το ακραίο κέντρο και τα δεξιά». Από «αριστερά», προσελκύει μικρής εμβέλειας ιδεολογικά ρεύματα, που προτάσσουν το «αντιεθνικιστικό» στοιχείο, εις βάρος του «πατριωτικού» και της υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας. Από το «ακραίο κέντρο και τα δεξιά», ιδεολογικά ρεύματα, που προκρίνουν την κριτική στον «εθνο-λαϊκισμό», στο όνομα του «φιλοευρωπαϊσμού» και του «δικαιωματισμού» και αποστασιοποιούνται, σε αυτήν τη βάση, από την απορριπτική στάση που υιοθέτησε η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ στο ζήτημα της ΣτΠ.
Η συσπείρωση αυτών των ετερόκλητων δυνάμεων του λεγόμενου «αντιεθνικιστικού ρεύματος», που τάσσεται υπέρ της ΣτΠ και συσπειρώνεται σήμερα γύρω του, ευνοεί εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μπορεί όμως να αντισταθμίσει, σε καμία περίπτωση, τις πολύ ευρύτερες εκλογικές απώλειες, που προκάλεσε η Συμφωνία των Πρεσπών, αποξενώνοντας το κόμμα από ένα σημαντικό τμήμα της προηγούμενης εκλογικής βάσης του.
—————-
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο Γιάννης Μαυρής είναι πολιτικός επιστήμονας, PhD, Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας ερευνών Public Issue.
[2] Για τις στάσεις της κοινής γνώμης απέναντι στη ΣτΠ, βλέπε το Α’ μέρος της παρούσας ανάλυσης: Συμφωνία των Πρεσπών – 1. Επικύρωση χωρίς κοινωνική συναίνεση, http://www.mavris.gr/5896/prespes-agreement-1/ .
[3] Πολιτικό Βαρόμετρο Νο 167, Ιούλιος 2018, https://www.publicissue.gr/14615/varometro-jul-2018/ .
[4] Συνολικά, μόνον το 21% του εκλογικού σώματος υποστηρίζει σήμερα τη Συμφωνία. Βλέπε, όπ.π.
[5] Με βάση την δημοσκοπική πρόθεση ψήφου, οι σημερινές διαρροές ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, συνολικά προς τα άλλα κόμματα, την αποχή, το λευκό/άκυρο, τους αναποφάσιστους & τις αρνήσεις, αντιπροσωπεύουν στη μέτρηση του Φεβρουαρίου περίπου το 16% του δείγματος (n=162 άτομα) και πιθανώς του εκλογικού σώματος.