Τέσσερα σενάρια εκλογικής γεωγραφίας για τη 16η Σεπτεμβρίου

Από την ιστορική παρατήρηση της κομματικής επιρροής κατά ελάσσονα εκλογική περιφέρεια, στις τέσσερις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις (1993, 1996, 2000 και 2004), προκύπτει το ακόλουθο συμπέρασμα: Κατά κανόνα, ανάμεσα στο εθνικό ποσοστό κάθε κόμματος (το ποσοστό στο σύνολο της επικράτειας) και τα ποσοστά που λαμβάνει σε κάθε ελάσσονα περιφέρεια, υφίσταται μια συστηματική σχέση. Επομένως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, με βάση το αναμενόμενο εθνικό ποσοστό κάθε κόμματος είναι δυνατόν να προβλεφθεί, ο νικητής στις 56 εκλογικές περιφέρειες της χώρας, η αναμενόμενη εκλογική επιρροή και οι έδρες κάθε κόμματος κατά περιφέρεια. Αξίζει να σημειωθεί ότι η στατιστική αυτή μέθοδος προέβλεψε με μεγάλη επιτυχία το νικητή στις 54 από τις 56 εκλογικές περιφέρειες των εκλογών του 2004

Πως διαμορφώθηκε το εκλογικό αποτέλεσμα της 16ης Σεπτεμβρίου 2007

Το αποτέλεσμα των Βουλευτικών εκλογών της 16ης Σεπτεμβρίου 2007, απέδειξε, για δεύτερη φορά μετά τις Νομαρχιακές εκλογές του Οκτωβρίου 2006, ότι κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας της ΝΔ δεν υπήρξε ουσιαστική μεταστροφή του εκλογικού σώματος, ούτε αμφισβητήθηκε ποτέ το διακριτό προβάδισμα του κυβερνώντος κόμματος.

Κομματικό σύστημα και εκλογικός ανταγωνισμός στην Ελλάδα. Ο ελληνικός δικομματισμός στη δεκαετία 1994-2004

Οι εκλογικές αναμετρήσεις της τρέχουσας δεκαετίας στην Ελλάδα, δηλαδή οι εθνικές Βουλευτικές εκλογές του 2000 και του 2004, αλλά και οι ενδιάμεσες Νομαρχιακές του 2002 που παρεμβλήθηκαν, επανέφεραν, την εκλογική επιρροή του ελληνικού δικομματισμού στα, ιστορικά, ανώτατα παρατηρηθέντα επίπεδα της δεκαετίας του ’80: εκείνα των πολωμένων εκλογών του 1985 (86,66%) και του Νοεμβρίου 1989 (86,86%). Ταυτοχρόνως, το αποτέλεσμα των Βουλευτικών εκλογών της 9ης Απριλίου του 2000 (86,5%), των Νομαρχιακών της 13ης Οκτωβρίου 2002 (86,3%), και των πρόσφατων Βουλευτικών της 7ης Μαρτίου 2004 (85,98%) καταγράφεται ως το υψηλότερο ποσοστό κοινωνικής υποστήριξής του, που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., αλλά ακόμη και σε σύγκριση με τον αγγλοσαξωνικό χώρο, όπου η παράδοσή του υπήρξε ισχυρότερη. Με την εξαίρεση της Ελλάδας και της Ισπανίας, σε είκοσι εκλογικές αναμετρήσεις της τελευταίας τετραετίας 2000-2004 στις χώρες τις Ε.Ε., την Ελβετία, την Ιαπωνία και σε τρείς αγγλοσαξωνικές, εκτός των ΗΠΑ, τα δυο μεγάλα κόμματα διακυβέρνησης σε καμία περίπτωση δεν υπερεβησαν αθροιστικά το 80%, ενώ σε δώδεκα δεν ξεπέρασαν καν το 70%. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, το σχετικό ποσοστό στην Ελλάδα απέχει σημαντικά από τα υψηλότερα που έχουν καταγραφεί στην Ισπανία (80,2%-3/2004), στην Αυστρία (79,2%-24/11/2002), στην Πορτογαλία(77,9%-3/2002), στη Γερμανία (77%-9/2002), στη Μεγάλη Βρετανία (72,4%-6/2001), στην Ιαπωνία (72,3%-11/2003), αλλά ακόμη και στην Αυστραλία (74,6%-11/2001) ή στη Ν.Ζηλανδία (62,5%-7/2002). Για να θυμηθούμε μια παλιά διάκριση που εισήγαγε ο Jean Blondel το 1968, το ποσοστό αυτό παραπέμπει σε “τέλειο” δικομματισμό, αγγλοσαξωνικού τύπου και μάλιστα της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου 1945-66 (Blondel 1968, 1990. Επίσης, Schwartzenberg 1984).

Η επιρροή των πολιτικών δυνάμεων στις Νομαρχιακές εκλογές του 2002

Οι Νομαρχιακές εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου επιβεβαίωσαν την τάση ενίσχυσης του νέου δικομματικού ανατγωνισμού που είχε καταγράψει και το εκλογικό αποτέλεσμα των Βουλευτικών του 2000. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Α’ γύρου, τα δυο κόμματα συγκέντρωσαν ποσοστό περίπου 86%, όσο δηλαδή και στις εθνικές εκλογές. Είναι γεγονός, ότι το διαφορετικό εκλογικό σύστημα, οι κομματικές συμμαχίες που αναπτύσσονται, ανύπαρκτες στις βουλευτικές εκλογές, το φαινόμενο της κομματικής ανυπακοής, αλλά και η πληθώρα των ανεξαρτήτων υποψηφίων που διεκδικούν την εκπροσώπηση της κοινωνίας στη βαθμίδα του νομού, συνιστούν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νομαρχιακής ψήφου και στοιχείο διαφοροποίησης των νομαρχιακών από τις εθνικές εκλογές.

Οι ‘δύο Ελλάδες’. Κοινωνιολογία της ψήφου στις εκλογές της 9ης Απριλίου 2000

Το εκλογικό αποτέλεσμα της 9ης Απριλίου πιστοποίησε την ύπαρξη ενός νέου, σχεδόν ισορροπημένου δικομματισμού (86,5%), που δεν αποτελεί, εντούτοις, απλή αναπραγωγή του παλαιού, εκείνου που εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Οι μεταβολές που αποτυπώθηκαν στα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εκλογική βάσης των δύο μεγάλων κομμάτων είναι σημαντικές. Μπορεί να υπάρχουν στοιχεία που θυμίζουν έντονα την “ιστορική” κοινωνική τους φυσιογνωμία και υποδηλώνουν τη “συνέχεια” στην κοινωνική τους βάση, αλλά αναδεικνύονται και “νέα”, που υποδηλώνουν σαφώς την “τομή” και την ανασύνθεση της. Πρόκειται για το πολιτικό αποτέλεσμα των βαθύτατων οικονομικών και ιδεολογικών μετασχηματισμών που έχουν συντελεστεί κατά την πρόσφατη δεκαετία στην ελληνική κοινωνία.

Ευρωεκλογές ’99: Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της ψήφου. Κοινωνικός κατακερματισμός και μεταβολές στην κοινωνική υποστήριξη των κομμάτων Διακυβέρνησης

Στις πρόσφατες Ευρωεκλογές μπορεί κανείς να διακρίνει: α) Στοιχεία εθνικής αναμέτρησης, που επέβαλε η προεκλογική τακτική των πολιτικών κομμάτων, β) στοιχεία εκλογικής αναμέτρησης “β’ τάξεως”, χωρίς διακύβευμα και περιορισμένου ενδιαφέροντος για το εκλογικό σώμα, που είναι σύμφυτα με το συγκεκριμένο τύπο εκλογών και ιστορικά επιβεβαιωμένα αλλά και γ) στοιχεία επικαθορισμού από μια έκτακτη συγκυρία, εκείνη του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Αυτή η τριπλή συνάρθρωση προσέδωσε στην εκλογική αναμέτρηση έναν εξαιρετικά “ιδιότυπο” χαρακτήρα, που δεν επιτρέπει τη βεβαιότητα, σχετικά με το βαθμό εδραίωσης ή τη μονιμότητα των θεαματικών κοινωνικών μετακινήσεων που σημειώθηκαν.

Οι κοινωνικές συντεταγμένες της κομματικής επιρροής: Οι σχέσεις εκπροσώπησης στην περίοδο 1974-1985. Διερεύνηση της ψήφου στο επίπεδο των βουλευτικών και συνδικαλιστικών εκλογών της μεταπολιτευτικής περιόδου (Διδακτορική Διατριβή)

Abstract in English
Ολόκληρο το κείμενο της Διατριβής στο Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών

Αντικείμενο της διατριβής είναι η μελέτη των κοινωνικών διαφοροποιήσεων που εμφανίζονται στην εκλογική βάση των ελληνικών πολιτικών κομμάτων της μεταπολιτευτικής περιόδου (1974-1985), καθώς και το ερμηνευτικό πλαίσιο για την ιστορική διαμόρφωση των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών. Τελικός σκοπός είναι να εξηγηθούν οι έντονες κοινωνικές διαφοροποιήσεις που εμφανίζονται στο κομματικό σύστημα, αλλά και να προσδιορισθεί, επίσης, η θέση και η σημασία που κατέχει η κοινωνική τάξη, ως προσδιοριστικός παράγων της ψήφου στην Ελλάδα. Η πραγμάτευση του αντικειμένου γίνεται σε δύο (εννοιολογικά και μεθοδολογικά διακριτά), επίπεδα προσέγγισης: α) στην ανάλυση των αποτελεσμάτων των βουλευτικών εκλογών της περιόδου 1974-1985, και β) στην επεξεργασία των αποτελεσμάτων των συνδικαλιστικών εκλογών που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο 1983-1987. Με βάση τις δύο αυτές διαφορετικές, αλλά πάντως συγκλίνουσες, αναλύσεις επιχειρείται η διατύπωση ενός ερμηνευτικού υποδείγματος για την κοινωνιολογική ανάλυση των σύγχρονων ελληνικών πολιτικών κομμάτων και διατυπώνονται γενικότερες υποθέσεις εργασίας, αναφορικά με την εξέλιξη της μεταπολιτευτικής πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. Το κείμενο της διατριβής αρθρώνεται σε δώδεκα κεφάλαια, το σύνολο των οποίων υποδιαιρείται σε εισαγωγή, και τρια μέρη: το πρώτο μέρος αναφέρεται στις κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις του κομματικού ανταγωνισμού, το δεύτερο στην κοινωνική σύνθεση της εκλογικής βάσης των κομμάτων, με τεκμήριο τις βουλευτικές εκλογές και το τρίτο στις κοινωνικές συντεταγμένες της κομματικής επιρροής στο επίπεδο των συνδικαλιστικών εκλογών.