Στράτος Πατρίκιος – Μιχάλης Χατζηκωνσταντίνου
Εισαγωγή
Ο όρος «μεταπολίτευση» συνδέεται συνήθως με την εναλλαγή στην εξουσία της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, των δύο κυρίαρχων κομματικών σχηματισμών της περιόδου μετά το 1974. Ως εκ τούτου, το θρυλούμενο τέλος της μεταπολίτευσης συνδέεται -ρητά ή άρρητα- με την πολυσυζητημένη κρίση του δικομματικού συστήματος και τις προβλέψεις περί του τέλους του συστήματος. Της μονοπώλησης, δηλαδή, της κυβερνητικής εξουσίας από τα προαναφερθέντα κόμματα, φαινόμενο που παρατηρείται από το 1981 έως σήμερα, με μοναδική παρένθεση την περίοδο από τον Ιούλιο του 1989 έως τον Απρίλιο του 1990 (συγκυβέρνηση ΝΔ με ΚΚΕ και οικουμενική κυβέρνηση).
Προάγγελος του τέλους του δικομματισμού θεωρείται συνήθως κάθε σημαντική πτώση του συνολικού ποσοστού των δύο κομμάτων εξουσίας, όπως αυτή καταγράφεται είτε στις βουλευτικές εκλογές, είτε στις πολιτικές έρευνες κοινής γνώμης(1). Ωστόσο, οι ποσοτικές διακυμάνσεις της εκλογικής ή δημοσκοπικής δύναμης των δύο κομμάτων ενδέχεται να συνδέονται απλώς με συγκυριακούς παράγοντες ή με την εξέλιξη του εκλογικού κύκλου. Με άλλα λόγια, η μείωση της δικομματικής επιρροής δεν αρκεί από μόνη της για να τεκμηριώσει ότι βιώνουμε την «αρχή του τέλους» του δικομματισμού, καθώς η μη δικομματική ψήφος δεν ταυτίζεται εννοιολογικά με την αντι-δικομματική ψήφο.
Συγκεκριμένα, για να γίνει λόγος περί ουσιαστικής κρίσης του δικομματισμού, θα πρέπει η ψήφος στα μικρότερα κόμματα να εκλάβει χαρακτήρα αμετάκλητης καταδίκης (αντι-δικομματική ψήφος) και όχι απλής διαμαρτυρίας. Η ψήφος καταδίκης συνδέεται κυρίως με μια συνειδητή απόφαση, που είναι ανεξάρτητη από την προεκλογική περίοδο. Ο ψηφοφόρος που καταδικάζει τα δύο μεγάλα κόμματα ανεξάρτητα από την προεκλογική περίοδο μπορεί να χαρακτηριστεί, λοιπόν, συνειδητά αντι-δικομματικός. Αντίθετα, ο ψηφοφόρος που καθυστερεί την εκλογική του απόφαση, περιμένοντας να αξιολογήσει τις προεκλογικές προτάσεις των δύο κομμάτων εξουσίας, και τελικά επιλέγει ένα μικρότερο κόμμα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συνειδητά αντι-δικομματικός. Κι αυτό γιατί δεν απορρίπτει εκ των προτέρων τα δύο μεγάλα κόμματα, αλλά αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο υπερψήφισής τους. Η διαφορά μεταξύ των δύο τύπων εκλογικών αποφάσεων (καταδικαστική ψήφος ή απλή διαμαρτυρία) συνδέεται και με μια άλλη διάσταση, η οποία έχει επίσης χρονικό χαρακτήρα. Οι ψηφοφόροι που καταδικάζουν το δικομματισμό βασίζουν, πιθανώς, την εκλογική συμπεριφορά τους σε αξιολογήσεις που προσανατολίζονται στο παρελθόν (retrospective evaluations), ενώ εκείνοι που διαμαρτύρονται βασίζουν την ψήφο τους στις προσδοκίες τους για το μέλλον (prospective evaluations) (Fiorina 1981).
Εξάλλου, πιέσεις στην εκλογική δύναμη του δικομματισμού έχουν παρατηρηθεί αρκετές φορές στο παρελθόν (Μαυρής 1997 & 2004). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ιστορικά χαμηλό ποσοστό της εκλογικής δύναμης των δύο μεγάλων κομμάτων που ανέδειξαν οι κάλπες του 1996 (79,61%). Αυτή η ποσοτική υποχώρηση είχε εκληφθεί, τότε, ως απαρχή του τέλους του δικομματισμού, αλλά τελικά δεν εξέλαβε μονιμότερα χαρακτηριστικά. Τα χρόνια που ακολούθησαν ενισχύθηκε και πάλι η έλξη του δικομματισμού, κυρίως λόγω του έντονου εκλογικού ανταγωνισμού μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αλλά και λόγω της αλλαγής ηγεσίας στην τότε αξιωματική αντιπολίτευση (ανάδειξη Κ. Καραμανλή). Στις εκλογές μάλιστα του 2000 ο δικομματισμός ενίσχυσε σημαντικά τις δυνάμεις του. Συγκεκριμένα, τα δύο μεγάλα κόμματα συγκέντρωσαν το 86,52% των ψήφων, ποσοστό πρωτοφανές σε σύγκριση με την πρόσφατη ευρωπαϊκή εμπειρία (Μαυρής 2004).
Στη μετεκλογική συγκυρία, όμως, η κάμψη που παρατηρήθηκε στα ποσοστά του δικομματισμού θεωρήθηκε διαφορετικής τάξης. Πέρα από την ποσοτική πτώση στη δύναμη των δύο κομμάτων εξουσίας που καταγράφηκε στις εκλογές του 2007 (79,94%) και συνεχίσθηκε σε επίπεδο μετρήσεων κοινής γνώμης, τα δύο κόμματα φάνηκε να υφίστανται πλέον και δομική πίεση εντός του κομματικού συστήματος. Αυτή εκφράσθηκε μέσω της σημαντικής ενίσχυσης στην εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, που καταγράφηκε μετά τις εκλογές του 2007, αλλά και της ανάδειξης ενός νέου πολιτικού στην ηγεσία του ΣΥΝ, στις αρχές του 2008.
Συγκεκριμένα, στις εκλογές του 2007 αλλά και στους μήνες που ακολούθησαν, η δυσαρέσκεια για το κόμμα που άσκησε τη διακυβέρνηση (ΝΔ) δεν κατευθύνθηκε προς την εναλλακτική «κυβερνητική» επιλογή (ΠΑΣΟΚ), αλλά προς τα υπόλοιπα κόμματα και κυρίως προς το ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κατέγραψε για μια σημαντική περίοδο, στις μετρήσεις κοινής γνώμης, αξιοσημείωτα ποσοστά, συγκριτικά με τη διαχρονική εκλογική του δύναμη (Patrikios & Karyotis 2008). Κατά πολλούς, διαμορφώθηκαν συνθήκες για την -εν δυνάμει- συγκρότηση ενός τρίτου πόλου, πέραν του δικομματισμού. Ταυτόχρονα, στη μεν ΝΔ καταγράφηκαν έντονες τάσεις αποσυσπείρωσης ενώ το ΠΑΣΟΚ αδυνατούσε, επί μακρόν, να επωφεληθεί, παρότι βρισκόταν στην αντιπολίτευση, κυρίως λόγω εσωκομματικών διαφορών και ιδεολογικής αμφιταλάντευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα, έγινε αποδέκτης μεγάλου μέρους των «δυσαρεστημένων», οι οποίοι στο παρελθόν στρέφονταν προς α-πολιτικές επιλογές. Επιπλέον, φάνηκε να προσελκύει περισσότερους ψηφοφόρους του αριστερού χώρου από ό,τι στο παρελθόν, αρθρώνοντας ενωτική και κινηματική ρητορική. Σε θεωρητικό επίπεδο, άλλωστε, σύμφωνα με την τυπολογία του Sartori (1976), o ΣΥΡΙΖΑ δύναται να θεωρηθεί «αξιοσημείωτο» κόμμα (relevant party) για το κομματικό σύστημα, καθώς διαθέτει τη δυνατότητα συμμετοχής σε κυβερνητικό συνασπισμό (coalition potential), αλλά και τη δυνατότητα άσκησης πολιτικού εκβιασμού (blackmail potential), προκειμένου να επηρεάσει τη στάση άλλων κομμάτων.
Οι εκλογές του 2007, σε συνδυασμό με τις τάσεις της κοινής γνώμης που ακολούθησαν, καθιστούν τη συγκεκριμένη αναμέτρηση ιδανική βάση για να αποτιμηθεί η παραπάνω ανάγνωση των τάσεων της κοινής γνώμης, ως «αρχή του τέλους» του δικομματισμού. Για να γίνει αποδεκτή η ανάγνωση αυτή, θεωρούμε απαραίτητο η μη δικομματική ψήφος να έχει αντι-δικομματικά, καταδικαστικά χαρακτηριστικά. Με αυτό το σκοπό, επιχειρούμε να μελετήσουμε παρακάτω: α) τα γενικά δημογραφικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά των ψηφοφόρων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ σε αντιδιαστολή με αυτά των υπολοίπων κομμάτων, και κυρίως β) κατά πόσο η μη δικομματική ψήφος έχει χαρακτήρα καταδίκης ή απλής διαμαρτυρίας. Εφόσον η ψήφος σε μικρότερα κόμματα είναι πράγματι μια καταδικαστική, αντι-δικομματική επιλογή, αποτελώντας συνειδητή απόφαση που στοχεύει στον περιορισμό της δύναμης των δύο κομμάτων εξουσίας, τότε ενισχύεται το ενδεχόμενο να επέρχεται πράγματι το τέλος του δικομματικού συστήματος. Σε αντίθετη περίπτωση, αν η ψήφος σε μικρότερα κόμματα αποδειχτεί απλή έκφραση διαμαρτυρίας χωρίς χαρακτηριστικά καταδίκης του δικομματισμού, τότε η ποσοτική κάμψη του δικομματισμού είναι πιθανό να έχει συγκυριακό χαρακτήρα, αφήνοντας περιθώρια βελτίωσης και επανάκαμψης στα δύο μεγάλα κόμματα.
Για την ανάλυσή μας, χρησιμοποιούμε τη δημοσκόπηση εξόδου (Exit Poll) της Public Issue, που διενεργήθηκε για λογαριασμό του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου του 2007. Η συγκεκριμένη έρευνα περιλαμβάνει σειρά ερωτήσεων που αφορούν την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Επιπλέον, ο μεγάλος αριθμός του δείγματος (Ν=7498) μας επιτρέπει να αναλύσουμε διεξοδικά τα χαρακτηριστικά των ψηφοφόρων του δικομματισμού και των λοιπών κομμάτων(2).
Τα χαρακτηριστικά της μη δικομματικής ψήφου
Τα αστάθμιστα στοιχεία της δημοσκόπησης εξόδου καταδεικνύουν ότι περίπου 3 στους 4 ψηφοφόρους ψήφισαν τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ (Πίνακας 1). Το ποσοστό δικομματικής ψήφου, που καταγράφηκε, υπολείπεται του πραγματικού ποσοστού των δύο κομμάτων στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου. Ταυτόχρονα, όπως διαπιστώνεται και στον πίνακα, η κατά δήλωση ψήφος στα δύο κοινοβουλευτικά κόμματα της Αριστεράς παρουσιάζεται διογκωμένη, σε σχέση με το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτές οι διαφορές οφείλονται: α) στο ότι τα ποσοστά παρουσιάζονται στην παρούσα ανάλυση χωρίς διόρθωση και β) στο ότι η εκτίμηση ψήφου βασίζεται σε αναγωγή επί της διευκρινισμένης ψήφου (επί των εγκύρων, κατά δήλωση, ψηφοδελτίων), ενώ στην ανάλυσή μας περιλαμβάνονται και οι απαντήσεις της αδιευκρίνιστης ψήφου. Επιπλέον, θα πρέπει να συνυπολογισθεί και το ενδεχόμενο σχετικής απόκρυψης της πραγματικής ψήφου, ειδικά από ψηφοφόρους που επέλεξαν να απαντήσουν «άλλο/άκυρο/λευκό/δεν απαντώ», οι οποίοι ανέρχονται σε 6,5% του δείγματος. Παρατηρούμε, επομένως, ότι η δημοσκόπηση εξόδου αποτελεί μια αρκετά ακριβή περιγραφή του τελικού αποτελέσματος των εκλογών. Πάνω σε αυτή τη βάση, θα επιχειρήσουμε να διακριβώσουμε ποιες πληθυσμιακές ομάδες αποτελούν την κύρια δεξαμενή των ψηφοφόρων των δύο μεγάλων κομμάτων και αντίθετα, ποιοι είναι εκείνοι που απομακρύνονται από αυτά.
Πίνακας 1: Εκλογική προτίμηση 2007
Πηγή: Public Issue, Exit Poll B2007, για τον ΣΚΑΪ
Εκτός από την ερώτηση για το ποιο κόμμα ψήφισαν οι συμμετέχοντες στις εκλογές του 2007, στη δημοσκόπηση εξόδου ζητείται από τους ψηφοφόρους να ανακαλέσουν τι ψήφισαν στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, το Μάρτιο του 2004. Με βάση αυτές τις δύο μεταβλητές, συγκρίνουμε την ψήφο στις αναμετρήσεις του 2004 και του 2007 (Πίνακας 2) (3). Βλέπουμε ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα, οι ψηφοφόροι του δικομματισμού παρέμειναν σταθεροί το 2007 στην κομματική επιλογή που είχαν κάνει και το 2004. Συγκεκριμένα, από εκείνους που ψήφισαν δικομματικά το 2004 μόνο 1 στους 10 (9,4%) μετακινήθηκε προς τα υπόλοιπα κόμματα το 2007. Καθώς βασιζόμαστε, όμως, σε δηλώσεις των ίδιων των ψηφοφόρων, και όχι σε πραγματική εκλογική συμπεριφορά, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο η στατικότητα αυτή να οφείλεται σε κάποιο βαθμό και στην επιθυμία τους να εμφανιστούν συνεπείς στις πολιτικές τους επιλογές.
Εντονότερη κινητικότητα παρατηρείται, πάντως, στις τάξεις των ψηφοφόρων που δεν ψήφισαν δικομματικά το 2004. Εδώ οι 2 στους 10 (22%) αναφέρουν πως μετακινήθηκαν προς το δικομματισμό το 2007. Σε απόλυτους αριθμούς, όμως, οι διαρροές του δικομματισμού είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες των υπόλοιπων κομμάτων, κάτι που καταγράφηκε βέβαια και στο εκλογικό αποτέλεσμα. Σημειώνεται ότι στον παρακάτω πίνακα δεν περιλαμβάνονται οι νέοι ψηφοφόροι που δεν είχαν δικαίωμα ψήφου το 2004 (4,4% του δείγματος). Σε γενικές γραμμές, η εκλογή του 2007 σκιαγραφεί μια εικόνα συντήρησης της έντονης έλξης του δικομματισμού παρά τις όποιες διαρροές.
Πίνακας 2: Εκλογική προτίμηση 2007, κατά εκλογική προτίμηση του 2004
Πηγή: Public Issue, Exit Poll B2007, για τον ΣΚΑΪ
Διερευνώντας τις ηλικιακές διαφοροποιήσεις αναφορικά με την κομματική επιλογή των ψηφοφόρων παρατηρούμε ότι ο παράγοντας ηλικία σχετίζεται άμεσα με την επιλογή ή όχι της δικομματικής ψήφου. Η σχέση μεταξύ δικομματικής επιλογής και ηλικίας αποτυπώνεται ξεκάθαρα στον Πίνακα 3: Όσο αυξάνεται η ηλικία των ψηφοφόρων τόσο ενισχύεται η έλξη των δύο μεγάλων κομμάτων. Η διαφορά μεταξύ της νεότερης ηλικιακής κατηγορίας (18-24 ετών) και της γηραιότερης (65 ετών και άνω) πλησιάζει μάλιστα τις 20 ποσοστιαίες μονάδες, δίνοντας έτσι σαφή εικόνα της υπεροχής του δικομματισμού στους μεγαλύτερους ψηφοφόρους. Το Γράφημα 1 παρουσιάζει με εύγλωττο τρόπο τα στοιχεία του πίνακα: η ηλικιακή κατηγορία των 45 και άνω (έτος γέννησης πριν από το 1962) αναδεικνύεται ως το κομβικό σημείο της απότομης ανόδου των ποσοστών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Δεδομένου του γεγονότος ότι δεν υπάρχει ισχυρή εξήγηση που να προσδιορίζει την ηλικία των 45 ως ορόσημο πολιτικής μεταστροφής, ερμηνεύουμε το φαινόμενο με βάση την κοινωνικοποίηση των ομάδων αυτών στην πολιτική ατμόσφαιρα αστάθειας που επικράτησε στη χώρα έως τα τέλη της δεκαετίας του ’70 (Seferiades 1986: 73). Η δικομματική μονοπώληση της εξουσίας παρέχει ενδεχομένως μια αίσθηση ασφάλειας που ικανοποιεί περισσότερο τις ανάγκες των ψηφοφόρων αυτής της γενιάς (generation effect). Επιπλέον, οι συγκεκριμένες ηλικίες εμφανίζουν εντονότερο πραγματισμό σε σχέση με τις νεότερες (life-cycle effect)∙ χαρακτηριστικό που αποτελεί και τη βάση για την κομματική επιλογή τους, καθώς τα δύο μεγάλα κόμματα εκλαμβάνονται από το εκλογικό σώμα ως οι κατεξοχήν πρεσβευτές μιας διαχειριστικής λογικής στη διακυβέρνηση.
Πίνακας 3.
Πηγή: Public Issue, Exit Poll B2007, για τον ΣΚΑΪ
Γράφημα 1
Πηγή: Public Issue, Exit Poll B2007, για τον ΣΚΑΪ
Στη συνέχεια συσχετίζουμε την κατά δήλωση ψήφο των εκλογών του 2007 με το επίπεδο εκπαίδευσης των ψηφοφόρων (Πίνακας 4). Η μεγαλύτερη συγκέντρωση ψηφοφόρων των δύο μεγάλων κομμάτων εντοπίζεται και σε αυτές τις εκλογές στα χαμηλότερα μορφωτικά στρώματα (84,8%). Τούτο αποδίδεται κατά πολλούς στο γεγονός ότι τα άτομα χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου εκλαμβάνουν την εκλογική αναμέτρηση ως διαμάχη που έχει ως μοναδικό διακύβευμα την ανάδειξη αυτοδύναμης κυβέρνησης. Αντίθετα, οι ψηφοφόροι ανώτερων εκπαιδευτικών βαθμίδων αντιμετωπίζουν τις εκλογές και ως ένα κανάλι συμβολικής ή ιδεολογικής έκφρασης. Κατά την εκτίμησή μας, η ειδοποιός διαφορά στην εκλογική συμπεριφορά των εν λόγω κατηγοριών βρίσκεται στη μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση των πιο μορφωμένων εκλογέων, η οποία μάλιστα έχει έντονα αριστερά χαρακτηριστικά.
Πίνακας 4.
Πηγή: Public Issue, Exit Poll B2007, για τον ΣΚΑΪ
Σε επίρρωση του ισχυρισμού αυτού, περιγράφουμε στον Πίνακα 5 τη σχέση του παράγοντα εκπαίδευση με την ιδεολογία, όπως αποτυπώνεται στην αυτοτοποθέτηση των ψηφοφόρων στον άξονα Αριστερά-Δεξιά. Από τα στοιχεία του πίνακα, γίνεται φανερό ότι στα ανώτερα μορφωτικά στρώματα καταγράφεται σαφής κλίση προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι είναι ακριβώς στους πιο μορφωμένους ψηφοφόρους όπου ο ΣΥΡΙΖΑ πετυχαίνει το υψηλότερο του ποσοστό (10%, στοιχεία εκτός πίνακα). Επιπλέον, στην ίδια μορφωτική ομάδα συναντάμε και το μεγαλύτερο μερίδιο ψήφου προς αριθμητικά ελάσσονες πολιτικούς σχηματισμούς (4%, στοιχεία εκτός πίνακα), πέραν δηλαδή από αυτούς που εκπροσωπήθηκαν στην τηλεοπτική «αναμέτρηση» των πολιτικών αρχηγών στις 6 Σεπτεμβρίου του 2007.
Πίνακας 5.
Πηγή: Public Issue, Exit Poll B2007, για τον ΣΚΑΪ
Οι παραπάνω εκτιμήσεις επιβεβαιώνονται και από τον Πίνακα 6 όπου περιγράφεται η σχέση ιδεολογίας και κομματικής επιλογής στις εκλογές του 2007. Οι ψηφοφόροι της Δεξιάς είναι αυτοί που έλκονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από το δικομματισμό, εν μέρει γιατί στα δεξιά του ιδεολογικού φάσματος υπάρχει μόνο μία παραδοσιακή παράταξη (ο ΛΑΟΣ είναι νεοπαγής σχηματισμός). Επιπλέον, το συγκριτικά χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδό των ψηφοφόρων της Δεξιάς εξηγεί περαιτέρω τη δικομματική επιλογή (βλ. Πίνακα 4). Οι ψηφοφόροι του λεγόμενου Κέντρου κλίνουν επίσης προς το δικομματισμό, αν και σε μικρότερο βαθμό. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί οι δύο μείζονες κομματικοί σχηματισμοί συναγωνίζονται για την προσέλκυση εκλογικής «πελατείας» στο συγκεκριμένο χώρο. Αντίθετα, όσο πιο αριστερά τοποθετείται ο εκλογέας, τόσο λιγοστεύουν και οι πιθανότητες να δηλώσει δικομματική ψήφο, κάτι που οφείλεται πρωτίστως στην ύπαρξη περισσότερων παραδοσιακών κομματικών σχηματισμών στα αριστερά του ιδεολογικού φάσματος από ό,τι στα δεξιά, καθώς και στο υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο.
Πίνακας 6.
Πηγή: Public Issue, Exit Poll B2007, για τον ΣΚΑΪ
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται και η σχέση αστικότητας και δικομματισμού, κυρίως λόγω της έντονης διαφοροποίησης των ψηφοφόρων της περιφέρειας από εκείνους των αστικών κέντρων. Όπως παρατηρεί κανείς στον Πίνακα 7, οι αγροτικές περιφέρειες αποτελούν το «προπύργιο» της εκλογικής δύναμης των δύο μεγάλων κομμάτων, καθώς στις συγκεκριμένες περιοχές τουλάχιστον 8 στους 10 πολίτες στήριξαν με την ψήφο τους είτε τη ΝΔ, είτε το ΠΑΣΟΚ (83%). Οι κάτοικοι περισσότερο αστικοποιημένων περιοχών εμφανίζουν όμως αυξημένα ποσοστά επιλογής άλλων κομμάτων. Ιδιαίτερα δε στα αστικά κέντρα της χώρας, σχεδόν 3 στους 10 ψήφισαν κάποιο από τα λεγόμενα «μικρά» κόμματα (28,7%). Η σχέση της μη αστικής διαμονής με τη δικομματική ψήφο οφείλεται σε συνδυασμό παραγόντων, όπως είναι: α) οι μεγαλύτερες «δεξαμενές» πολιτικού προσωπικού των δύο μεγάλων κομμάτων, που τους δίνουν τη δυνατότητα να καλύψουν στην προεκλογική εκστρατεία τους ακόμη και τις πιο απομακρυσμένες περιοχές και να καταρτίσουν εκλογικά ψηφοδέλτια που περιλαμβάνουν εκπροσώπους όλης της περιφέρειας, β) η μικρότερη συγκέντρωση ηλικιακά νέων πληθυσμών και ατόμων υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου στην ελληνική ύπαιθρο, γ) η απουσία εργατικών πληθυσμών, γεγονός που πλήττει κυρίως τα κόμματα της Αριστεράς, και δ) η συγκέντρωση πολιτών χαμηλότερου εισοδήματος.
Πίνακας 7.
Πηγή: Public Issue, Exit Poll B2007, για τον ΣΚΑΪ
Εξετάζοντας την πιθανότητα ύπαρξης έμφυλων διαφορών στην εκλογική προτίμηση, διαπιστώνεται ότι δεν παρατηρείται έντονη διαφοροποίηση μεταξύ γυναικών και ανδρών. Όπως φαίνεται παρακάτω (Πίνακας 8), οι διαφορές που καταγράφονται μεταξύ των δύο φύλων είναι οριακές: η δικομματική ψήφος των γυναικών και των ανδρών αθροίζεται σε 77,6% και 75,6% αντίστοιχα.
Πίνακας 8.
Πηγή: Public Issue, Exit Poll B2007, για τον ΣΚΑΪ
Ως προς τον παράγοντα απασχόληση, από τον Πίνακα 9 προκύπτει, ότι οι επαγγελματικές κατηγορίες με τη μεγαλύτερη ροπή προς τη δικομματική ψήφο είναι κυρίως οι αυτοαπασχολούμενοι (αγρότες, κτηνοτρόφοι κ.λπ.), οι συνταξιούχοι και οι νοικοκυρές. Αντίθετα, οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα και οι μικρέμποροι/βιοτέχνες παρουσιάζονται πολύ πιο επιφυλακτικοί απέναντι στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον σε σύγκριση με τις λοιπές επαγγελματικές ομάδες. Σημειώνουμε ότι αυτές ακριβώς οι κατηγορίες είναι οι λιγότερο εξαρτημένες από το κράτος, το οποίο είναι ταυτισμένο στη συνείδηση των περισσότερων πολιτών με το δικομματισμό.
Πίνακας 9.
Πηγή: Public Issue, Exit Poll B2007, για τον ΣΚΑΪ
Τέλος, η δημοσκόπηση εξόδου της Public Issue μας δίνει την ευκαιρία να διερευνήσουμε αν η ψήφος σε μικρότερα κόμματα (ή το άκυρο/λευκό) συνιστά συνειδητή απόφαση από την πλευρά των ψηφοφόρων, η οποία στοχεύει στην ανατροπή του δικομματικού συστήματος. Διερευνούμε αυτή την υπόθεση με βάση το χρονισμό της εκλογικής επιλογής των πολιτών. Η ύπαρξη των σχετικών ποσοτικών στοιχείων μάς δίνει τη δυνατότητα να εξετάσουμε κατά πόσο η μη δικομματική ψήφος αποτελεί ή όχι μια αντι-συστημική επιλογή που έχει ληφθεί αρκετό καιρό πριν από τις εκλογές και που δεν επηρεάζεται από την πίεση της προεκλογικής εκστρατείας. Διακρίνουμε λοιπόν δύο ενδεχόμενα στην περίπτωση της μη δικομματικής ψήφου: είτε πρόκειται περί συνειδητής απόφασης για την καταδίκη του δικομματισμού, είτε πρόκειται περί συγκυριακής επιλογής, που εκλαμβάνει χαρακτήρα διαμαρτυρίας.
Από τα στοιχεία του Πίνακα 10 προκύπτει ότι η ερμηνεία περί ώριμης (χρονικά τουλάχιστον) πολιτικής απόφασης, που αποδίδεται συνήθως στη μη δικομματική ψήφο είναι πιθανότατα εσφαλμένη. Κι αυτό, γιατί μια μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων της «τελευταίας στιγμής» κατευθύνεται σε μη δικομματικές επιλογές. Το ποσοστό μάλιστα της μη δικομματικής ψήφου, μεταξύ αυτών που αποφάσισαν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου (37,7%), είναι σχεδόν διπλάσιο από τη συνολική δύναμη που συγκέντρωσαν τα μικρά κόμματα στις κάλπες, το 2007. Στην άλλη πλευρά, το ποσοστό της μη δικομματικής ψήφου είναι πολύ χαμηλότερο σε αυτούς που είχαν αποφασίσει από καιρό τι θα ψηφίσουν (18,3%).
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι πυρκαγιές που ξέσπασαν λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές ίσως εξηγούν σε κάποιο βαθμό την καθυστερημένη λήψη απόφασης εκ μέρους πολλών ψηφοφόρων που τελικά δεν ψήφισαν ούτε τη ΝΔ, ούτε το ΠΑΣΟΚ (υποθέτουμε δηλαδή ότι οι ψηφοφόροι θεωρούν τα δύο κόμματα εξουσίας συνυπαίτια για την κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού). Η επισήμανση αυτή ενισχύει όμως την ερμηνεία της μη δικομματικής ψήφου ως αντίδρασης στα γεγονότα του Αυγούστου κι όχι ως κατασταλαγμένης εναντίωσης στο δικομματισμό. Από την άλλη, δεν πρέπει να αποκλείσουμε και την πιθανότητα μια μερίδα ψηφοφόρων να είχε απορρίψει από καιρό το ενδεχόμενο υπερψήφισης των δύο μεγάλων κομμάτων και να αποφάσισε στο τέλος ποιο από τα μικρότερα θα ψήφιζε (π.χ. ΚΚΕ ή ΣΥΡΙΖΑ, ΛΑΟΣ ή Δημοκρατική Αναγέννηση κ.λπ.). Στην περίπτωση αυτή, έχουμε μεν να κάνουμε με καταδικαστική ψήφο, η οποία όμως δεν έχει σαφή πολιτικό προσανατολισμό.
Πίνακας 10
Πηγή: Public Issue, Exit Poll B2007, για τον ΣΚΑΪ
Εκτιμήσεις
Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, συνάγονται δύο κύρια συμπεράσματα. Πρώτον, η ύπαρξη μιας δυναμικής για την αποσταθεροποίηση του δικομματισμού. Οι ψηφοφόροι, που αντιστέκονται στην έλξη του δικομματισμού, αποτελούν ίσως το πιο δυναμικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, υπό την έννοια ότι πρόκειται για ψηφοφόρους με υψηλότερη μόρφωση, που κατοικούν στα αστικά κέντρα, είναι νεότερης ηλικίας και ανήκουν στα πιο ανεξάρτητα επαγγέλματα.
Δεύτερον, προκύπτει η αστάθης φύση αυτής της δυναμικής. Η απόφαση της συγκεκριμένης εκλογικής ομάδας να απορρίψει το δικομματισμό δεν αποτελεί ξεκάθαρη και συνειδητοποιημένη επιλογή, ανεξάρτητη της εκλογικής διαδικασίας – δηλαδή βασισμένη κυρίως σε σταθερά ιδεολογικά, ταυτοτικά και αξιολογικά κριτήρια. Αντίθετα, φαίνεται να επηρεάζεται δυσανάλογα, από την κορύφωση της προεκλογικής εκστρατείας.
Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά αποτελούν πρόκληση για τους εκπροσώπους του ελληνικού κομματικού συστήματος. Ειδικότερα, οι εκφραστές του δικομματισμού (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) καταγράφουν αδυναμία, σε μια κρίσιμη και πολυπληθή ομάδα, από τις τάξεις της οποίας αναδεικνύονται συνήθως και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης (opinion leaders). Ταυτόχρονα, όμως, η ίδια ομάδα εμφανίζεται να έχει ευμετάβλητη εκλογική συμπεριφορά (χρονισμός εκλογικής απόφασης), αποδεικνύοντας ότι είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στα μηνύματα της προεκλογικής περιόδου.
Είναι προφανές, ότι το εύρος της παραπάνω ανάλυσης και ερμηνείας περιορίζεται από την απουσία χρονικού βάθους στα δεδομένα. Ο χαρακτηρισμός των εκλογών του 2007, ως σημείου εκκίνησης διαδικασιών μετασχηματισμού του κομματικού συστήματος εξαρτάται από τις παρακάτω προϋποθέσεις: την ενίσχυση του μη δικομματικού ρεύματος στις τάξεις των δυναμικότερων κοινωνικών στρωμάτων, σε συνδυασμό με την ωρίμανση της εκλογικής συμπεριφοράς τους. Η ανάλυση του αποτελέσματος των επόμενων εκλογών, ενδεχομένως, θα απαντήσει σε αυτό το ερώτημα.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ:
Υπόδειγμα λογιστικής παλινδρόμησης
Εξαρτημένη μεταβλητή: μεταβολή στη δικομματική επιλογή (2004 – 2007).
Πίνακας Α.
Υποσημειώσεις:
(1)Η χρήση του όρου «δικομματισμός» στην παρούσα ανάλυση αφορά μόνο τη διάσταση της διακυβέρνησης και όχι το συνολικό χαρακτήρα του κομματικού συστήματος. Στο κομματικό επίπεδο ανάλυσης το σύστημα περιγράφεται ως «πολωμένος πολυκομματισμός» (Mavrogordatos 1983, Seferiades 1986, Νικολακόπουλος 1989 & 1990). Για μια αντίθετη οπτική, «κλασικός, μη πολωμένος δικομματισμός», βλέπε Παππάς 2001.
(2)H εκτίμηση εκλογικού αποτελέσματος, με βάση τη δημοσκόπηση εξόδου, που δόθηκε από την Public Issue στον ΣΚΑΪ, βρίσκεται αναρτημένη στη διεύθυνση: http://www.publicissue.gr/wp-content/uploads/2007/09/exit-poll-public-issue.jpg. Για τις ανάγκες της παρούσας ανάλυσης, όμως, χρησιμοποιούνται τα αστάθμιστα δεδομένα της έρευνας.
(3)Στο εξής, αποκλείουμε από την ανάλυσή μας όσους απάντησαν «δεν απαντώ», καθώς αυτή η κατηγορία ενδέχεται να εμπεριέχει ψηφοφόρους οποιουδήποτε κόμματος. Όσοι αρνούνται να αποκαλύψουν τι ψήφισαν ανέρχονται σε 189 άτομα το 2007 ( 2,5% του δείγματος) και σε 332 άτομα το 2004 (4,4%).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Fiorina, M. 1981. Retrospective Voting in American National Elections. New Haven: Yale University Press.
- Μαυρής, Γ. 2004. «Κομματικό Σύστημα και Εκλογικός Ανταγωνισμός» στο Χρ. Βερναρδάκης, Ηλ. Γεωργαντάς, Δ. Γράβαρης & Δ. Κοτρόγιαννος (επιμ.): Τριάντα Χρόνια Δημοκρατία: Το Πολιτικό Σύστημα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας 1974 – 2004, τόμος Α΄. Κριτική: Αθήνα.
- Μαυρής, Γ. 1996. «Οι Τάσεις Αποδόμησης/Μετασχηματισμού του Μεταπολιτευτικού Κομματικού Συστήματος» Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης 9: 179-196.
- Mavrogordatos, G. 1983. The Rise of the Greek Sun: The Greek Election of 1981. Occasional Paper, Centre for Contemporary Greek Studies: London.
- Νικολακόπουλος, H. 1989. Εισαγωγή στη Θεωρία και την Πρακτική των Εκλογικών Συστημάτων. Σάκκουλας: Αθήνα.
- Νικολακόπουλος, H. 1990. «Η Εκλογική Επιρροή των Πολιτικών Δυνάμεων» στο Χ. Λυριντζής & Η. Νικολακόπουλος (επιμ.): Εκλογές και Κόμματα στη Δεκαετία του ’80: Εξελίξεις και Προοπτικές του Πολιτικού Συστήματος. Θεμέλιο: Αθήνα.
- Παππάς, Τ. 2001. «Κομματικό Σύστημα και Πολιτικός Ανταγωνισμός στην Ελλάδα, 1981-2001» Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης 17: 71-102.
- Patrikios, S. & Karyotis, G. 2008 «The Greek Parliamentary Election of 2007» Electoral Studies 27: 356-390.
- Sartori, G. 1986. Parties and Party Systems: A Framework for Analysis. Cambridge: Cambridge University Press.
- Seferiades, S. 1986. «Polarization and Non-Proportionality: The Greek Party System in the Postwar Era» Comparative Politics 19: 69-93.