Ανάλυση
των ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ και ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗ
Εισαγωγή
Στην πατρίδα του exit poll, τις ΗΠΑ, μετά τις διαδοχικές αποτυχίες του 2000 και του 2004, στην προεδρική αναμέτρηση του 2008, οι τηλεοπτικοί σταθμοί δεν αποτόλμησαν να δώσουν πρόβλεψη, αλλά αρκέστηκαν μόνον στην ανάλυση των δημογραφικών της ψήφου, αντικείμενο για το οποίο το exit poll είναι σαφώς περισσότερο χρήσιμο και ασφαλές.
Στις τελευταίες Προεδρικές εκλογές (2012), προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα των προηγούμενων αναμετρήσεων, η πρόβλεψη του νικητή στηρίχθηκε σε «τοπικά» exit poll, δηλαδή σε 51 ξεχωριστές δημοσκοπήσεις εξόδου, μια για κάθε Πολιτεία. Το συνολικό δείγμα προσέγγισε τα 120000 άτομα! [1].
Τα τελευταία χρόνια, η κριτική αντιμετώπιση των δημοσκοπήσεων εξόδου έχει διευρυνθεί διεθνώς. Και τούτο, διότι πρόκειται για μέθοδο αρκετά επισφαλή, η οποία διακινδυνεύει τη φήμη και την αξιοπιστία τόσο των ερευνητικών φορέων, όσο και των τηλεοπτικών σταθμών. Τους εκθέτει σε άσκοπο κίνδυνο, μόνο και μόνο για χάρη του τηλεοπτικού ανταγωνισμού. Η επιστημονική και εταιρική αξιοπιστία, που κτίζεται επί μια δεκαετία, μπορεί –αναίτια- να εξανεμιστεί μέσα σε λίγα λεπτά.
Κοινό exit poll – κοινό λάθος
Στα καθ’ ημάς, δημοσκοπήσεις εξόδου διεξάγονται από τη δεκαετία του ’90. Προηγήθηκαν οι ιδιωτικοί σταθμοί και ακολούθησε (1996) η Δημόσια Τηλεόραση. Ωστόσο, στις Ευρωεκλογές του 2009 καθιερώθηκε κοινό exit poll των τηλεοπτικών σταθμών, με την εξαίρεση του ΣΚΑΪ, ύστερα από αρνητική πρόταση της Public Issue, με την οποία ο σταθμός συνεργαζόταν τότε, για λόγους που η εταιρεία είχε εξαρχής διευκρινίσει δημοσίως. Σημειώνεται, παρενθετικά, ότι από το 2007, η Public Issue έχει εγκαταλείψει τη μέθοδο της δημοσκόπησης εξόδου (exit poll), λόγω των σοβαρών αμφιβολιών που έχουν ανακύψει, διεθνώς, σχετικά με αυτήν τη μορφή έρευνας. (Βλέπε αναλυτικά παρακάτω).
Στις εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν αυτές οι αμφιβολίες αποδείχθηκαν βάσιμες. Το γεγονός βέβαια ότι η έρευνα πραγματοποιείται «από κοινού», διασπείρει μεν τις επιπτώσεις ενός πιθανού λάθους, μεταξύ των εταιριών που συμμετέχουν, αλλά εάν τελικά υπάρξει λάθος, η μοναδική εσφαλμένη εκτίμηση πολλαπλασιάζει τις εσφαλμένες εντυπώσεις (στο βαθμό που κανείς άλλος δεν λέει τίποτα διαφορετικό) και καταδικάζει συνολικά και τη μέθοδο και τον κλάδο [2].
Η φθίνουσα σημασία της μεθόδου του exit poll
Για σημαντικούς λόγους, η σημασία της μεθόδου του exit poll για την πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος διαχρονικά μειώνεται:
1] Με εξαίρεση τις Ευρωεκλογές του 2009, η πραγματική αποχή στην Ελλάδα (όχι η «λογιστική» που οφείλεται απλώς στη μη-εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων) παραμένει μέχρι σήμερα σχετικά περιορισμένη. Παρά την μακροχρόνια τάση αύξησής της, εξακολουθεί να παραμένει αρκετά χαμηλότερη από τις ΗΠΑ, αλλά και τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Επομένως, η απόκλιση του πληθυσμού των προεκλογικών ερευνών (δυνητικό εκλογικό σώμα) και πραγματικού εκλογικού σώματος είναι μικρή. Το σύνηθες είναι, ότι αυτοί που απαντούν στην πρόθεση ψήφου των προεκλογικών ερευνών τελικά ψηφίζουν. Άλλη χρησιμότητα έχει η δημοσκόπηση εξόδου σε χώρες, όπως οι ΗΠΑ, όπου η συμμετοχή κυμαίνεται περί το 50-60% και άρα το εκλογικό σώμα διαφέρει ουσιαστικά από τον γενικό πληθυσμό και άλλη, σε χώρες όπου η συμμετοχή προσεγγίζει το 70-80%.
2] Τα τελευταία χρόνια οι τεχνολογικές εξελίξεις επιτρέπουν την ταχύτατη μετάδοση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Ιδίως σε μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, όπου το ενεργό εκλογικό σώμα δεν ξεπερνά τα 6-7 εκ. ψηφοφόρους, το εκλογικό αποτέλεσμα γνωστοποιείται πολύ γρήγορα. Άλλη είναι η χρησιμότητα της μεθόδου σε ένα εκλογικό σώμα των 100 εκατ. και σε μια χώρα η οποία εκτείνεται από τον Ατλαντικό έως τον Ειρηνικό, με διαφορά 3 ωρών στο κλείσιμο των καλπών, μεταξύ ανατολικών και δυτικών Πολιτειών.
3] Υπάρχουν εναλλακτικές και σαφώς οικονομικότερες μέθοδοι, οι οποίες στηριγμένες στα πραγματικά εκλογικά αποτελέσματα δίδουν πολύ ακριβέστερες προβλέψεις, σε σχετικά σύντομο χρόνο μετά το κλείσιμο της κάλπης [3]. Ήδη η εταιρεία Singular Logic, με το σύστημα SRT (επιλογή δείγματος εκλογικών τμημάτων) είναι σε θέση να δώσει ασφαλή πρόβλεψη, δύο ώρες μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας.
Τα μεθοδολογικά προβλήματα των δημοσκοπήσεων εξόδου
1. Η χρονική πίεση
Το σύνολο του δείγματος ενός exit poll πρέπει να έχει τέτοια χρονική διασπορά, ώστε να περιλαμβάνει όλους τους ψηφοφόρους. Δηλαδή, η «κάλπη» του exit poll πρέπει να κλείνει ταυτόχρονα με την πραγματική κάλπη, στις 7 μ.μ. Από την άλλη πλευρά, οι ανάγκες του αδυσώπητου τηλεοπτικού ανταγωνισμού επιβάλλουν την ανακοίνωση της πρόβλεψης του exit poll «ακριβώς» στις 19:00, αμέσως μετά το τέλος της ψηφοφορίας. Όπως είναι φυσικό, η πρώτη πρόβλεψη δεν έχει συμπεριλάβει την εκλογική συμπεριφορά των «απογευματινών» ψηφοφόρων, δηλαδή όσων ψηφίζουν συνήθως μετά τις 5 το απόγευμα. Υπό την πίεση του τηλεοπτικού ανταγωνισμού, οι εταιρείες είναι υποχρεωμένες να δίνουν πρόωρα την εκτίμησή τους, είτε χρησιμοποιώντας μερικό τμήμα του δείγματος (περίπου το 75-80%), είτε, χειρότερα, συντομεύοντας τη συλλογή των δεδομένων, κατά 1-2 ώρες, χάνοντας δηλαδή ψηφοφόρους της απογευματινής ζώνης ή της «τελευταίας στιγμής», τα δημογραφικά και πολιτικά χαρακτηριστικά των οποίων ενδέχεται σοβαρά να είναι διαφορετικά. Αυτή η εγγενής αδυναμία μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένες εντυπώσεις για τον νικητή των εκλογών και γενικά για το εκλογικό αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι βουλευτικές εκλογές του 2000.
Εξίσου σοβαρό πρόβλημα είναι και το γεγονός ότι δεν υπάρχει επαρκής χρόνος για την ανάλυση και αξιολόγηση των στοιχείων από τους ερευνητές, πολλές φορές ούτε καν για απλή παρατήρηση των δεδομένων.
2. Ο πληθυσμός αναφοράς (το εκλογικό σώμα)
Ο πληθυσμός αναφοράς μιας συνηθισμένης τηλεφωνικής έρευνας είναι το σύνολο του πληθυσμού της χώρας από 18 ετών και άνω με δικαίωμα ψήφου. Τα δημογραφικά (φύλο, ηλικία κ.λπ.) και πολιτικά (προηγούμενη ψήφος) χαρακτηριστικά αυτού του πληθυσμού είναι πάντα εκ των προτέρων γνωστά, γεγονός που επιτρέπει την στατιστική επεξεργασία των απαντήσεων των ερωτώμενων (πχ. με τη βοήθεια σταθμίσεων). Αντίθετα, ο πληθυσμός αναφοράς του exit poll είναι το πραγματικό εκλογικό σώμα, δηλαδή το σύνολο των πολιτών που τελικά θα προσέλθουν να ψηφίσουν. Όμως, τα δημογραφικά και πολιτικά χαρακτηριστικά αυτού του πληθυσμού δεν είναι εκ των προτέρων γνωστά. Άλλωστε, ένας βασικός λόγος διενέργειας των exit poll είναι αυτή ακριβώς η καταγραφή του «προφίλ» του πραγματικού εκλογικού σώματος. Συνεπώς, η χρήση στατιστικών τεχνικών, όπως η στάθμιση, καθίσταται εξαιρετικά επισφαλής. Για παράδειγμα, εάν διαπιστωθεί μειωμένη συμμετοχή των νέων 18-24 ετών, πράγμα που ήδη συμβαίνει και συνέβη σε μεγαλύτερο βαθμό τον Ιούνιο του 2012, για λόγους εποχικούς (εποχική απασχόληση σε τουριστικά επαγγέλματα), είναι λάθος να «σταθμιστεί» (να διορθωθεί) η ηλικία του δείγματος, διότι η «υπο-εκπροσώπηση» των νέων στο εκλογικό σώμα (λόγω μεγαλύτερης αποχής τους) θα είναι πραγματική. Το ίδιο πρόβλημα εμφανίζεται σήμερα οξύτερο, λόγω της νέας ελληνικής μετανάστευσης που πλήττει κυρίως τις παραγωγικές ηλικίες του εκλογικού σώματος (πχ. 25-55 ετών).
3. Δεν αποφεύγονται οι εγγενείς μεροληψίες των δημοσκοπήσεων
Εάν στις προεκλογικές δημοσκοπήσεις υπάρχουν μεροληψίες ή απόκρυψη ψήφου, το πιθανότερο είναι να εμφανισθούν και την ημέρα των εκλογών, ίσως μάλιστα και εντονότερα στο exit poll, όταν ο ερωτώμενος είναι φορτισμένος συναισθηματικά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Στις εκλογές του Ιουνίου 2012, το μέγεθος του «κρυφού» ρεύματος από τη ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ προς τη ΝΔ (tactical voting) και, κατά συνέπεια, το μέγεθος της ανόδου της ΝΔ υποεκτιμήθηκε, τόσο στις προεκλογικές δημοσκοπήσεις, όσο βεβαίως και στο exit poll, διότι και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε απόκρυψη ψήφου. Το ίδιο ζήτημα ανέκυψε εντονότερα και στην περίπτωση του πρόσφατος Δημοψηφίσματος.
4. Εθελοντική συμμετοχή
Για να ερμηνεύσουν την αστοχία που παρατηρήθηκε το 2014, στον Α’ γύρο των Περιφερειακών εκλογών της Αττικής (υπερεκτίμηση του ποσοστού της Ρένας Δούρου), οι οργανωτές του exit poll επικαλέσθηκαν το (ορθό) επιχείρημα της «εθελοντικής συμμετοχής» των πολιτών στην κάλπη της δημοσκόπησης εξόδου. Ωστόσο, αυτό το φαινόμενο δεν είναι καινούριο. Οι οπαδοί ενός κόμματος ή ενός υποψήφιου μπορεί να είναι περισσότερο πρόθυμοι να συμμετέχουν στην έρευνα, σε σχέση με τους οπαδούς άλλων κομμάτων και υποψηφίων. Το πρόβλημα αυτό δυστυχώς δεν μπορεί να επιλυθεί ούτε και με την αυστηρή τήρηση του βήματος. Αυτό το φαινόμενο, που είναι διεθνώς γνωστό με την ορολογία «differential non-response», παρουσιάζεται αρκετά συχνά και επηρεάζει την ακρίβεια των προβλέψεων ενός exit poll. Συνέπεια αυτής της μεροληψίας αποτελεί το γεγονός ότι, το δείγμα επιλέγει την συμμετοχή του στην έρευνα και όχι το αντίστροφο, όπως είναι το επιστημονικά ορθό. Παρόμοιο φαινόμενο «εθελοντών» είχε παρατηρηθεί ήδη από το πρώτο exit poll της δημόσιας τηλεόρασης (ΕΡΤ), που οργάνωσε το 1996, η εταιρία VPRC. Η εταιρεία αντιμετώπισε τότε το πρόβλημα, σημειώνοντας τα ερωτηματολόγια και αφαιρώντας τα από το τελικό δείγμα, καθώς διαπιστώθηκε ότι αλλοίωναν σημαντικά το αποτέλεσμα της δημοσκόπησης εξόδου.
Αντίστοιχο πρόβλημα ενδέχεται να εμφανισθεί και στις προεκλογικές τηλεφωνικές έρευνες, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Ωστόσο, η δυνατότητα ελέγχου και διόρθωσης, ως ένα βαθμό, του προβλήματος σε ένα τηλεφωνικό κέντρο είναι απείρως μεγαλύτερη, από ένα διάσπαρτο σύνολο ερευνητών ανά την επικράτεια.
5. Περιορισμένη ερευνητική εμπειρία
Η μέθοδος του exit poll είναι σχετικά πρόσφατη (καθιερώθηκε ουσιαστικά κατά τη δεκαετία του ’80) και η διαθέσιμη εμπειρία που έχει συσσωρευτεί είναι –εκ των πραγμάτων- εξαιρετικά περιορισμένη. Exit poll μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο την ημέρα των εκάστοτε εκλογών. Πχ. θεωρητικά στην περίπτωση των βουλευτικών εκλογών κάθε 4 χρόνια. Από το 2004 μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί μόλις έξι (6) exit poll βουλευτικών εκλογών. Αντίθετα, οι τηλεφωνικές έρευνες που μπορεί να πραγματοποιηθούν στο ίδιο χρονικό διάστημα είναι πολλαπλάσιες. Πχ. στην ίδια περίοδο, 2004-2015, η Public Issue έχει πραγματοποιήσει 147 κύματα τηλεφωνικού βαρόμετρου.
Τα προβλήματα που αναφέρθηκαν συνοπτικά παραπάνω δεν παρουσιάζονται βεβαίως μόνο στην Ελλάδα. Ενδεικτικό της δυσπιστίας, με την οποία αντιμετωπίζονται πλέον τα exit polls ακόμα και στην πατρίδα τους, είναι το άρθρο: «Ten Reasons Why You Should Ignore Exit Polls», του διάσημου εκλογικού αναλυτή Nate Silver, στο οποίο αναπτύσσονται περιληπτικά τα προβλήματα των αμερικανικών δημοσκοπήσεων εξόδου [4].
——————————-
[1]. http://www.edisonresearch.com/edison-successfully-conducts-the-2012-national-election-exit-polls/
[2] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σημαντική υπερεκτίμηση του ποσοστού της Ρένας Δούρου, στον Α΄ γύρο των περιφερειακών εκλογών το 2014. Ενώ έλαβε το 23,8% των ψήφων στην Περιφέρεια Αττικής, το κοινό exit poll των τηλεοπτικών σταθμών προέβλεπε ποσοστό από 27% ως 31% (http://www.newsbomb.gr/ekloges/story/446748/apotelesmata-eklogon-2014-to-exit-poll-gia-tin-perifereia-attikis)
[3] Βλέπε την απόλυτα επιτυχή πρόβλεψη της Public issue για τις βουλευτικές εκλογές του 2015, που αναρτήθηκε στις 20:45 της 25ης Ιανουαρίου στην ιστοσελίδα http://www.publicissue.gr/10974/forecast-b2015/
[4] http://fivethirtyeight.com/features/ten-reasons-why-you-should-ignore-exit/