Του Γιάννη Μαυρή
Στις πρόσφατες κυπριακές προεδρικές εκλογές, οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις, οι δημοσκοπήσεις εξόδου στον Α’, αλλά και οι αντίστοιχες στον Β΄γύρο, αποτύπωσαν με αξιοσημείωτη ακρίβεια το εκλογικό αποτέλεσμα.
Συγκεκριμένα, τόσο οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις (πίνακας 1), όσο και οι δημοσκοπήσεις εξόδου στον πρώτο γύρο (πίνακας 2) προέβλεψαν με βεβαιότητα το νικητή των εκλογών, τη σειρά των υποψηφίων, την επικράτηση του Σταύρου Μαλά επί του Νικόλα Παπαδόπουλου και την εξασφάλιση από αυτόν της 2ης θέσης, την σημαντική άνοδο του υποψηφίου του ΕΛΑΜ, Χρίστου Χρίστου και την εξαιρετικά χαμηλή επίδοση του Γιώργου Λιλλήκα, ο οποίος στις προηγούμενες προεδρικές του 2013, είχε διεκδικήσει με αξιώσεις το προεδρικό αξίωμα. Από την άλλη πλευρά, οι δημοσκοπήσεις εξόδου στο δεύτερο γύρο (πίνακας 3) προέβλεψαν και αυτές, σωστά, τη μεγάλη διαφορά των δύο ανθυποψηφίων που κατέγραψε το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Το γεγονός ότι πρόκειται για προεδρικές εκλογές, όπου τόσο τα πρόσωπα των υποψηφίων όσο και οι κομματικές συμμαχίες που τα υποστηρίζουν, μπορεί κάθε φορά να αλλάζουν, καθιστά αυτού του τύπου την εκλογική αναμέτρηση μεγαλύτερη «δοκιμασία» για τις δημοσκοπήσεις και την πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος περισσότερο δύσκολη.
Επιπλέον, στην Κύπρο ισχύει περίοδος απαγόρευσης μιας εβδομάδας, για τις προεκλογικές δημοσκοπήσεις, αλλά και μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου των εκλογών. Αυτή η δεύτερη ιδιομορφία της προεδρικής αναμέτρησης, καθιστά την επιτυχία του exit poll της επαναληπτικής εκλογής ακόμη δυσχερέστερη. Και τούτο, διότι όπως μπορεί κανείς εύκολα να αντιληφθεί, στο συμπυκνωμένο χρονικό διάστημα των ελάχιστων ημερών που μεσολαβεί, αναπτύσσεται εντονότατη πολιτική δυναμική, με παρασκηνιακές διεργασίες, τοποθετήσεις των κομμάτων και σύναψη συμμαχιών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τάσεις του εκλογικού σώματος χαρακτηρίζονται από σημαντική ρευστότητα και η μέτρησή τους, όπως κατανοεί ο καθένας, είναι αρκετά δυσχερής. Οι αποφάσεις των εκλογέων διαμορφώνονται κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι συμβαίνει πριν τον πρώτο γύρο ή στην περίπτωση των βουλευτικών εκλογών, με αποτέλεσμα οι δημοσκόποι να παραμένουν, μέχρι την δεύτερη Κυριακή, σε μεγάλο βαθμό κυριολεκτικά «τυφλοί».
Επομένως, η επιτυχία των κυπριακών δημοσκοπήσεων αξίζει πράγματι να επισημανθεί, διότι καταρρίπτει τον εδώ και καιρό σκοπίμως καλλιεργούμενο μύθο, ότι δήθεν οι δημοσκοπήσεις αποτυγχάνουν πλέον παντού και πάντοτε!
Σε μια εποχή σημαντικής υποχώρησης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και απομάκρυνσης των πολιτών από την πολιτική και τις εκλογές, οι δημοσκοπήσεις προφανώς δεν έχουν μείνει ανεπηρέαστες. Τα προβλήματα των δημοσκοπήσεων (και σε μεγαλύτερο βαθμό των δημοσκοπήσεων εξόδου, που ως μέθοδος επιδέχεται εντονότερης κριτικής) είναι πολλά και γνωστά. Είναι και πολιτικά και μεθοδολογικά. Τα πολιτικά προβλήματα σχετίζονται με την σταδιακή ένταξη και ταύτισή τους με το πολιτικό σύστημα, που έχει ως αποτέλεσμα στα μάτια της κοινής γνώμης να απαξιώνονται και αυτές μαζί με αυτό, ως αναπόσπαστο τμήμα του και να χρεώνονται την αναξιοπιστία της πολιτικής. Ως απόρροια, ένα αυξανόμενο τμήμα της κοινής γνώμης τις αντιμετωπίζει με δυσπιστία και δεν δέχεται να συμμετάσχει σε αυτές. Τα μεθοδολογικά προβλήματα, σχετίζονται με την ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη, όπως είναι η καθολική επέκταση της χρήσης του κινητού τηλεφώνου, της διάδοσης των κοινωνικών μέσων κ.α. Ωστόσο, κάθε εργαλείο της κοινωνικής έρευνας –και οι δημοσκοπήσεις έχουν και αυτή τη διάσταση είτε αυτό αρέσει είτε όχι – επηρεάζονται πάντοτε από τον κοινωνικό μετασχηματισμό και οι ερευνητές οφείλουν να ανταποκρίνονται και να αναπροσαρμόζουν τα εργαλεία τους στις νέες συνθήκες. Φυσικά, η -σε αυτή τη βάση- προφανώς αναγκαία συζήτηση, για τη χρησιμότητα των δημοσκοπήσεων, δεν είναι αυτή που διεξάγεται στην Ελλάδα!
Από την άκριτη αποδοχή και την κατάχρηση, μέχρι το 2009, αλλά και την πολλές φορές άκομψα προπαγανδιστική χρήση των δημοσκοπήσεων, περάσαμε τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης στην εξίσου άκριτη και σκοταδιστική συλλήβδην απόρριψή τους· στην απόρριψη όμως ενός εμπειρικού επιστημονικού εργαλείου, που υπό ορισμένες προϋποθέσεις και εγγυήσεις, συνεισφέρει σημαντικά στην κατανόηση της πολιτικής και ευρύτερα της κοινωνικής πραγματικότητας και εξυπηρετεί σίγουρα την πληροφόρηση των πολιτών. Ίσως οι πρόσφατες εκλογές στην Κύπρο βοηθήσουν να επανατοποθετηθεί η εγχώρια συζήτηση, σχετικά με τις δημοσκοπήσεις, σε περισσότερο παραγωγική και ορθολογική βάση.