Γιάννης Μαυρής
Εισαγωγή
Χρειάζεται, αρχικά, να αποσαφηνισθούν οι έννοιες που βρίσκονται στον τίτλο της ημερίδας. Δηλαδή, τι θεωρούμε ότι είναι το «Μνημόνιο», πώς έχει επηρεάσει την πολιτική, τι είναι πράγματι οι εκλογές «μετά το Μνημόνιο» και αν όντως αποτελούν τομή. Και, ταυτόχρονα, να αξιολογήσουμε το κομματικό σύστημα που διαμορφώνεται μετά από όλη αυτή την περίοδο, τη δεκαετία της κρίσης. Επιγραμματικά, θα έλεγα ότι δε υπάρχει «επιστροφή σε κανονικότητα», αλλά «προσγείωση σε μια νέα κανονικότητα». Και θα πρόσθετα, ότι είναι οι πρώτες εκλογές εκείνης της πολιτικής πραγματικότητας που μπορούμε να ονομάσουμε «ελληνική μεταδημοκρατία», με την έννοια που αποδίδει στον όρο ο Colin Crouch.[1]
Για να απαντηθούν τα ερωτήματα που τίθενται στην ημερίδα, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής τι εννοούμε με το «Μνημόνιο». Το Μνημόνιο δεν ήταν απλώς μια δανειακή σύμβαση και δεν αφορούσε αποκλειστικά και μόνο την οικονομία. Είναι στην ουσία ένα πρόγραμμα συνολικής αναδιάρθρωσης, με επιπτώσεις και στην πολιτική και στην κοινωνία ευρύτερα. Σύμφωνα με μια νομική απογραφή, από τον πρώτο μνημονιακό Νόμο, τον Ν.3845/2010, που επέβαλε το πρώτο Μνημόνιο, μέχρι το Ν.4559/2018, που είναι ο τελευταίος χρονικά, έχουν ψηφιστεί συνολικά 714 Μνημονιακοί Νόμοι, οι περιλαμβάνουν περίπου 60.000 Μνημονιακές Διατάξεις, ενώ έχουν εκδοθεί και 300.000 Υπουργικές Αποφάσεις, προς υλοποίηση αυτού του πλαισίου. Επομένως, έχουμε να κάνουμε με ένα ολοκληρωμένο και γιγαντιαίων διαστάσεων θεσμικό πλαίσιο, το οποίο παραμένει ως έχει, ανέπαφο και το οποίο η προηγούμενη κυβέρνηση, με δύο Νόμους, έχει απαγορεύσει να ανασταλεί ή να καταργηθεί τμηματικά.
Πριν αναλύσουμε τις επιπτώσεις που είχε η εγκαθίδρυση αυτού του καθεστώτος στην πολιτική, μπορούμε να συγκρατήσουμε το γεγονός, ότι η μετα-μνημονιακή ελληνική κοινωνία είναι αρκετά διαφορετική από την προ-μνημονιακή. Στο κοινωνικό επίπεδο είναι ταξικά περισσότερο πολωμένη, πιο απομακρυσμένη από τη συλλογική δράση, πιο παραιτημένη, πιο ιδιωτικοποιημένη και ιδεολογικά πιο συντηρητική. Κατά συνέπεια και πιο επισφαλής και πιο χειραγωγήσιμη.
Το Μνημόνιο και οι μετασχηματισμοί της πολιτικής
Στο πολιτικό επίπεδο, τώρα, οι επιπτώσεις του Μνημονίου έχουν περιγραφεί, ορθά, ως συρρίκνωση της δημοκρατίας. Στους βασικούς πολιτικούς μετασχηματισμούς που έχουν επισυμβεί, περιλαμβάνεται, καταρχήν, η παράκαμψη του Κοινοβουλίου, με την υιοθέτηση μιας «έκτακτης νομοθεσίας» (οι πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, πολυνομοσχέδια, διαδικασία του κατεπείγοντος).[2] Επίσης, μέσα σε αυτή τη δεκαετία άλλαξε ριζικά και ο ρόλος των Βουλευτών.
Αυτό το οποίο έγινε εμφανές με το επεισόδιο στην κρίση της ψήφου εμπιστοσύνης αποτελεί ένα ενδεικτικό σύμπτωμα αυτής της διεργασίας, που συντελέστηκε από το 2010, σχετικά «αθόρυβα». Ο βασικός μετασχηματισμός που έχει επισυμβεί είναι η μετατροπή των Βουλευτών σε «λομπίστες». Ο Βουλευτής δεν εκπροσωπεί το εκλογικό του σώμα, αλλά όπως φάνηκε ούτε καν το κόμμα του. Υπόκειται σε άλλους καταναγκασμούς, αναλαμβάνει πλέον καθήκοντα «λομπίστα». Άλλος βασικός μετασχηματισμός είναι η θεσμική υποβάθμιση του ρόλου των κομμάτων, με κατάργηση της δημόσιας χρηματοδότησής τους. Η «αποκομματικοποίηση» της δημόσιας διοίκησης αποτελεί διακηρυγμένο στόχου του Μνημονίου. Θα πρέπει να διευκρινιστεί, ότι δεν υπάρχει αποδυνάμωση των κομμάτων ως κρατικών μηχανισμών. Υπάρχει, όμως, σαφέστατη αποδυνάμωση της παραδοσιακής λειτουργίας τους ως αντιπροσωπευτικών θεσμών. Μια επιπλέον σημαντική αλλαγή είναι η μεγαλύτερη προσωποποίηση της πολιτικής.[3] Αναφέρθηκε ήδη πόσο προσωποποιημένες ήταν οι εκστρατείες των τελευταίων εκλογών. Η τάση αυτή δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο και περιγράφεται συχνά ως τάση προεδροποίησης της πολιτικής.
Σημαντικό πολιτικό μετασχηματισμό συνιστά βεβαίως και η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Η απότομη προσχώρησή του, στις πολιτικές του Μνημονίου έχει δύο αποτελέσματα: α) παρουσιάζεται μια ιστορικά πρωτοφανής σύγκλιση των κομμάτων της διακυβέρνησης «στην κορυφή» και β) την πολιτική και κυρίως ιδεολογική χρεοκοπία του «αριστερού κυβερνητισμού», μιας αριστερής, εναλλακτικής διαχείρισης απέναντι στο Μνημόνιο, που είχε επικαλεστεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην αρχική του φάση. Πρόκειται για γεγονός το οποίο έχει μακροπρόθεσμες -κατά τη γνώμη μου- συνέπειες. Στην ουσία, η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές και η επιστροφή της ΝΔ στη διακυβέρνηση, δε συνιστούν απλά μία αλλαγή διακυβέρνησης, αλλά όντως έναρξη μιας νέας εποχής -κάποιοι το ονόμασαν «ελληνικό ‘89». Αφορά κυρίως την ιδεολογικού τύπου ήττα της Αριστεράς, που έχει επισυμβεί.
Οι πολλαπλοί μετασχηματισμοί (οικονομικοί, πολιτικοί, ιδεολογικοί) που προκάλεσε το Μνημόνιο στην ελληνική κοινωνία πέτυχαν, ως αποτέλεσμα, την αναίρεση του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων, που αποκρυσταλλώθηκε στη Μεταπολίτευση· δηλαδή στο καθεστώς της της Γ’ ελληνικής δημοκρατίας, που εδραιώθηκε μετά το 1974. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι οι εκλογές του 2019 είναι όντως οι πρώτες εκλογές αυτού μπορούμε να θεωρούμε «μεταδημοκρατική ελληνική πολιτική».
Ευρω-Βουλευτικές»: Η υποβάθμιση και ο υβριδικός χαρακτήρας των εκλογών της νέας εποχής
Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής που έχουν επέλθει την τελευταία δεκαετία, οδηγούν αντικειμενικά –και αυτό δεν είναι θέμα βούλησης ή πρόθεσης- σε μία σημαντική θεσμική υποβάθμιση του ρόλου των εκλογών, της ίδιας της εκλογικής διαδικασίας. Τομή σε αυτή την τάση απαξίωσης, με ευθύνη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε το δημοψήφισμα του 2015.
Το δεύτερο σημείο που θέλω να θέσω είναι ο υβριδικός χαρακτήρας που αποκτούν οι εκλογικές αναμετρήσεις στην Ελλάδα. Έχουμε πλέον εκλογές υβριδικού χαρακτήρα. Υπάρχει μία σύγκλιση των μορφών εκλογών (βουλευτικών, ευρωεκλογών, δημοτικών, περιφερειακών) και μια γενικευμένη σύγχυση των διακυβευμάτων. Η σύγχυση που δημιουργήθηκε με τις εκλογές (του 2019) είναι χαρακτηριστική. Οι βουλευτικές εκλογές, αποτέλεσαν στην ουσία «β΄γύρο» των ευρωεκλογών. Από την άλλη πλευρά, οι ευρωεκλογές, που προηγήθηκαν, έλαβαν χαρακτήρα εθνικών εκλογών. Στις ευρωεκλογές έγιναν καμπάνιες εθνικών εκλογών. Ο ένας πολιτικός αρχηγός έθεσε θέμα ψήφου εμπιστοσύνης, ο άλλος θέμα δημοψηφίσματος για την κυβερνητική πολιτική.
Αυτή η τάση σύγχυσης των μορφών ξεκινάει από το 2014, από τη συστάδα εκείνων των εκλογών. Θυμίζω, ότι είχαμε τότε για πρώτη φόρα μετάθεση του χρόνου διεξαγωγής των τοπικών εκλογών, που αποτέλεσαν μεταπολιτευτικά στην Ελλάδα τις πλέον σταθερές εκλογές ως προς το χρόνο διεξαγωγής τους, από τον Οκτώβριο στο Μάιο. Έχει μεγάλη σημασία αυτή η αλλαγή του χρόνου διεξαγωγής, δεν είναι απλά τεχνικό ή δευτερεύον θέμα. Θυμίζω, ακόμη, την αλχημεία της διεξαγωγής των ευρωεκλογών του 2014, ταυτόχρονα με το δεύτερο γύρο των δημοτικών, που αποτελεί καθαρά θέμα χειραγωγικού σχεδιασμού των εκλογών και, επιπλέον, την αλλαγή του εκλογικού νόμου στις ευρωεκλογές, με την καθιέρωση του σταυρού προτίμησης για τους ευρωβουλευτές, που επίσης έχει επιπτώσεις. Επομένως, έχουμε μια σημαντική «θεσμική αναστάτωση» των εκλογών.
Αυτό το φαινόμενο της σύγχυσης των μορφών και των διακυβευμάτων, ενισχύθηκε θεαματικά το 2019. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν τετραπλές εκλογές μέσα στο ίδιο έτος. Ένα επιπλέον στοιχείο είναι ότι το 2019, για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση, πραγματοποιούνται βουλευτικές εκλογές μήνα Ιούλιο (Διάγραμμα 1).
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1
Οι εκλογές και η ενίσχυση του εκλογικού δικαιώματος και η υποβοήθηση των πολιτών να ψηφίζουν δεν είναι δευτερεύον ζήτημα, είναι σημαντικό στοιχείο της δημοκρατίας. Για λόγους προφανείς, εκλογές δεν πραγματοποιούνται ούτε το καλοκαίρι -ειδικά στην Ελλάδα και ειδικά σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής, πια- ούτε το χειμώνα. Η διεξαγωγή των εκλογών ακολουθεί τον κοινωνικό και τον οικονομικό κύκλο, διότι μας ενδιαφέρει να ψηφίζουν οι πολίτες και όχι να μη μπορούν να ψηφίσουν. Στη χώρα που θεωρεί «βαριά βιομηχανία» της τον τουρισμό και ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος εργάζεται εποχικά σε αυτόν τον τομέα, δε νομίζω ότι προσθέτει ή ότι διευκολύνει την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, η διεξαγωγή εκλογών στο μέσον του καλοκαιριού. Υπάρχει φυσικά και το θέμα του αποκλεισμού από τις εκλογές 400.000 Ελλήνων που μετανάστευσαν λόγω της κρίσης· μόνο 25.000, ψήφισαν στις ευρωεκλογές. Υπάρχει, επίσης, καταστρατήγηση του δικαιώματος των ετεροδημοτών, οι οποίοι με τις ταυτόχρονες εκλογές δε μπορούν να επιλέξουν πού θα ψηφίσουν, στις ευρωεκλογές ή τις τοπικές.
Νικητές και ηττημένοι των εκλογών
Ο πρώτος «κερδισμένος» είναι η παγίωση της μεγάλης αποχής. Αν εξετάσει κανείς την εξέλιξη του ενεργού εκλογικού σώματος, από το 1974 μέχρι σήμερα, βλέπει ότι αυτό διαγράφει μια παραβολική τροχιά (Διάγραμμα 2).
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2
Οι περίπου 5.800.800 ψηφίσαντες, τώρα (2019), αντιστοιχούν στο εκλογικό σώμα του 1981. Το μέγιστο συμμετοχής στις εκλογές στην Ελλάδα σημειώνεται στις εκλογές του 2004, όπου οι εκλογείς ξεπέρασαν τα 7.500.000 ψηφίσαντες. Αυτό αποτελεί το peak της συμμετοχικής δημοκρατίας την Ελλάδα. Εφεξής, η τάση είναι καθοδική και δεν εξηγείται από την αιμορραγία της νέας μετανάστευσης. Επίσης, δεν αντισταθμίστηκε με την επέκταση του εκλογικού δικαιώματος στα 17 έτη, το οποίο ήταν ένα μέτρο που θα θεωρούσε κανείς ότι μπορεί να αναχαιτίσει αυτή την τάση. Η αποχή -και με βάση τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων και της Public Issue, αλλά και των υπολοίπων εταιρειών- είναι κατά βάση πολιτική. Δεν είναι, δηλαδή, κοινωνική αποχή. Δεν είναι άρρωστοι, αδύναμοι ή ηλικιωμένοι. Τα εμπειρικά δεδομένα που διαθέτουμε, αποδεικνύουν ότι πρόκειται, στο μεγαλύτερο μέρος, της για την απάθεια ή τη δυσαρέσκεια, την πολιτική δυσαρέσκεια. Προφανώς υπάρχει και η αντικειμενική αποχή, για λόγους υγείας, εργασίας κ.λπ. Βεβαίως, όταν γίνονται εκλογές το κατακαλόκαιρο η αντικειμενική αποχή όσων δουλεύουν στα νησιά ή έχουν επιχειρήσεις κ.λπ. αυξάνεται.
Εκλογικές μετατοπίσεις 2015-2019
Στους κερδισμένους των εκλογών συγκαταλέγονται πριν από όλους η αποχή, φυσικά η ΝΔ, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ. Με βάση τον πίνακα μετατοπίσεων που στηρίζεται στην ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων (όχι προεκλογικών δημοσκοπήσεων ή δημοσκοπήσεων εξόδου),[4] προκύπτουν ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα (Πίνακας 3 & Διάγραμμα 4):
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4
α) Η αποχή (το εκλογικό σώμα που απείχε το 2015) εμφανίζει εξαιρετικά υψηλή συνοχή. Συγκεκριμένα, το 95% των ψηφοφόρων που απείχαν το 2015 απείχαν και σήμερα. Επομένως, διαφαίνεται παγίωση αυτής της στάσης. β) Από τον πίνακα μετατοπίσεων προκύπτει, ότι η ΝΔ έλαβε σχεδόν το 100% των ψήφων που είχε λάβει και το 2015. Και, επιπλέον, διεύρυνε την επιρροή της με το 46% των ψηφοφόρων που στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές (Σεπτέμβριος 2015) είχαν επιλέξει το Ποτάμι και τους ΑΝΕΛ, το 43% των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής και το 73% των ψηφοφόρων της Ένωσης Κεντρώων. Αυτές είναι οι βασικές εισροές που έχει η ΝΔ, αλλά υπάρχουν και μικρότερης σημασίας. Ας σημειωθεί, επιπρόσθετα, ότι ο χώρος της αποχής «δεν επικοινωνεί» με τη ΝΔ, δηλαδή, οι ψηφοφόροι που απείχαν το 2015 δεν ψήφισαν ΝΔ, όπως δεν ψήφισαν – δηλαδή δεν είναι σημαντικές και αυτές οι εκλογικές ροές- ούτε ΣΥΡΙΖΑ, ούτε κάτι άλλο. γ) Ο ΣΥΡΙΖΑ -και εδώ θέλω να επιμείνω- δείχνει να έχει συσπειρώσει το 82% των ψηφοφόρων του 2015. Αυτό συνιστά σαφώς στοιχείο σταθεροποίησης και ένδειξη ότι παγιώνεται μια ψήφος στο ΣΥΡΙΖΑ. δ) Η στασιμότητα της εκλογικής επιρροής του ΚΚΕ, υποκρύπτει μια σημαντική ανταλλαγή ψήφων του ΣΥΡΙΖΑ. Το ΚΚΕ υπέστη σημαντικές διαρροές, της τάξης του 8% της δύναμης του 2015, προς το ΣΥΡΙΖΑ. Σε αντιστάθμισμα, μόνο 2% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ κατευθύνθηκε στο ΚΚΕ. Η στασιμότητα που επιδεικνύει η εκλογική επιρροή του ΚΚΕ, εξηγείται από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος αυτών των απωλειών αντισταθμίστηκε από εισροές που είχε το ΚΚΕ από τα λοιπά αριστερά κόμμα (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κάποια μικρότερα). Βεβαίως, η παραπάνω συνοπτική ανάλυση των εκλογικών μετατοπίσεων δεν εξαντλεί το θέμα, ενώ απουσιάζει και η τριγωνική διερεύνηση της σχέσης Βουλευτικών 2015 – Ευρωεκλογών 2019 – Βουλευτικών 2019, που έχει ιδιαίτερη σημασία.
Ο νέος (συρρικνωμένος) δικομματισμός
Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτέλεσε ένδειξη ότι διαμορφώνεται ένας νέος δικομματισμός. Το 71% αποτελεί σαφώς ένδειξη ανάκαμψης από την κατάρρευση του 2012 (Διάγραμμα 5). Ωστόσο, το ερώτημα πόσο σταθεροποιημένος μπορεί να είναι, παραμένει ανοικτό και θα κριθεί μεσοπρόθεσμα ή και μακροπρόθεσμα. Οι εκλογές-«σεισμός» του Μαΐου του 2012 σηματοδότησαν μία διαδικασία αποστοίχισης (de-alignment) κομμάτων/ εκλογικού σώματος, αποδόμησης του παλαιού κομματικού συστήματος. Ενδεχομένως να έχει επέλθει μία μερική επαναστοίχιση (re-alignment), διαδικασία όμως, η οποία δεν κρίνεται σε μία μόνο εκλογική αναμέτρηση. Κρίνεται, θα πρέπει να ξανατονιστεί, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Για μια σχετική (και ίσως προσωρινή;) σταθεροποίηση του μεταμνημονιακού κομματικού συστήματος ενδείξεις παρέχει και ο περιορισμός των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη νέα βουλή. Η τάση «συγκεντροποίησης του κομματικού συστήματος» τεκμηριώνεται και περισσότερο θεωρητικά, με τη χρήση του δείκτη “effective number of parties” (ENP), ο οποίος αποτυπώνει τη σχετική δύναμη των κομμάτων [5] και ο οποίος, σε σύγκριση με το 2012 και το 2015, καταγράφει το 2019 σημαντική μείωση (Διάγραμμα 6).
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6
Από την άλλη πλευρά, ένα σημείο που δημιουργεί αμφιβολίες για τη σταθεροποίηση του δικομματισμού είναι το ίδιο το ποσοστό που έλαβε η ΝΔ, σε σύγκριση με τα ποσοστά που έλαβε το πρώτο κόμμα διαχρονικά στη Μεταπολίτευση. Το ποσοστό της ΝΔ στις βουλευτικές του 2019 (39,9%) δεν έχει σχέση με το 18,9% που έλαβε η ΝΔ το Μάιο του 2012, το οποίο αποδείχθηκε το χαμηλότερο ποσοστό κόμματος δεξιάς στην Ελλάδα από το Μεσοπόλεμο, αλλά απέχει σημαντικά από τα υψηλότερα ποσοστά του κόμματος στη Μεταπολίτευση.
Ωστόσο, μεγαλύτερη σημασία έχει να διερευνηθεί η κοινωνική επιρροή του δικομματισμού σε ψήφους. Τα δύο κόμματα άθροισαν τώρα περίπου 4.000.000 ψήφους. Σε σχέση με το 2004, που είναι το μέγιστο επίπεδο επιρροής του δικομματισμού (πάνω από 6.000.000 ψήφοι), σημαίνει ότι την τελευταία 15ετία, η κοινωνική επιρροή του δικομματισμού έχει περιοριστεί κατά περίπου 28%, πάνω από το ¼. Άρα, -με όρους εκλογικής πολιτικής ιστορίας- έχουμε ένα συρρικνωμένο δικομματισμό, κοινωνικά αποδυναμωμένο.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 7
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 8
Εάν η επιρροή της Νέας Δημοκρατίας αποτιμηθεί σε ψήφους, από το 1974 μέχρι σήμερα, προκύπτει το ίδιο συμπέρασμα (Διάγραμμα 7). Στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές του 1974, η ΝΔ έλαβε, 2.700.000 ψήφους, τώρα 2.250.000. Φυσικά υπάρχει ανάκαμψη από την εκλογική κατάρρευση του 2012, όταν έλαβε μόλις 1.200.000 ψήφους, αλλά η κοινωνική της απήχηση υστερεί κατά 1/3 από το μέγιστο ιστορικό της Μεταπολίτευσης (3.360.000 στις εκλογές του 2004). Στον αντίποδα του ΣΥΡΙΖΑ, το γεγονός ότι ένα εκλογικό ακροατήριο ψηφίζει επί επτά (7) συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις ένα κόμμα -φυσικά δεν πρόκειται επακριβώς για τα ίδια άτομα και από τα αθροιστικά στοιχεία δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα- αποτελεί σίγουρα μία ένδειξη για διαμόρφωση μιας νέας σχέσης εκπροσώπησης (Διάγραμμα 8). Το συμπέρασμα αυτό δεν αλλάζει ουσιαστικά, είτε ληφθεί ως βάση η επιρροή του κόμματος στις ευρωεκλογές (1.300.000), είτε στις βουλευτικές (1.700.000). Ωστόσο, από το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποιείται σε ποσοστά επιρροής πάνω από το 1.000.000 ψήφων δε συνάγεται ευθύγραμμα και το συμπέρασμα ότι αυτό το εκλογικό ρεύμα είναι παγιωμένο· με δεδομένη μάλιστα τη δραματική μείωση των κομματικών ταυτίσεων, αλλά και την εκλογική ρευστότητα, που αποτελούν πλέον δομικά χαρακτηριστικά της νέας εκλογικής συμπεριφοράς.
Όπως είναι γνωστό, ο δικομματισμός δεν παράγεται από τον εκλογικό νόμο. Έχει ιστορικές και κοινωνικές βάσεις. Εάν όμως όπως διαφαίνεται τελικά υπάρξει αναίρεση της απλής αναλογικής, με το νέο εκλογικό νόμο, αυτό είναι σίγουρα ένα στοιχείο πριμοδότησής του. Και η ειρωνεία είναι, βεβαίως, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε την απλή αναλογική για να κατοχυρώσει τη θέση του στο κομματικό σύστημα, αντιθέτως όμως η κατάργηση της απλής αναλογικής είναι αυτή που θα βοηθήσει την παγίωση του ΣΥΡΙΖΑ. Μεγαλύτερη χρησιμότητα από το ερώτημα εάν υπάρχει δικομματισμός, έχει το ερώτημα σε ποια κατεύθυνση θα κινηθεί και τι μορφή θα λάβει. Και για να θυμηθούμε τις παλιές τυπολογίες της πολιτικής επιστήμης, θα είναι πολωμένος ή κεντρομόλος, ισορροπημένος ή με υπερκυρίαρχο κόμμα; Για τις απαντήσεις σε αυτά δεν υπάρχει, σήμερα, βεβαιότητα. Η συνοχή των δύο πόλων αυτού του νέου δικομματισμού αποτελεί το διακύβευμα τόσο της νέας διακυβέρνησης για τη ΝΔ, όσο και του εξαγγελόμενου μετασχηματισμού για το ΣΥΡΙΖΑ.
Η ΝΔ διαθέτει τρία πλεονεκτήματα: α) Η εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ συνοδεύεται, όπως ειπώθηκε και από μια πιο σημαντική ιδεολογική ήττα, με μάλλον μακροχρόνιες συνέπειες. Δεν είναι εύκολο ο ΣΥΡΙΖΑ να βρει το νέο αφήγημά του, ιδίως σε συνθήκες που διεθνώς η σοσιαλδημοκρατία αποσυντίθεται. β) Είναι και πάλι το κόμμα της διακυβέρνησης, επομένως έχει τη δυνατότητα να ανασυγκροτήσει την κοινωνική της συμμαχία και γ) Η διάσπαση της κεντρο-αριστεράς, του κεντρο-αριστερού πόλου -εκεί οφείλεται και η μεγάλη διαφορά των 10 μονάδων, α’/β’κόμματος- με την παρουσία του ΚΙΝΑΛ και του ΜΕΡΑ25, είναι ένα στοιχείο εκλογικού και κομματικού ανταγωνισμού που λειτουργεί υπέρ του δεξιού πόλου.
Από την άλλη πλευρά, όμως, τόσο τα μεγάλα εθνικά ζητήματα που θέτει η γεωπολιτική ανακατάταξη, όσο και το προσφυγικό, η σημασία του οποίου αποκτά καθοριστική βαρύτατα, οξύνονται. Και, όπως έδειξε και η Συμφωνία των Πρεσπών, αφήνουν ανοιχτή την πιθανότητα είτε ενίσχυσης ενός νέου τύπου ακροδεξιού ρεύματος, είτε και την αναζωπύρωση των διασπαστικών κινήσεων στον πόλο της ΝΔ. Δεν είναι τυχαίο, ότι μετά τη διάλυση της Χρυσής Αυγής, αναπτύσσεται στο χώρο της άκρας δεξιάς, σημαντική κινητικότητα, που αποτυπώνεται στα αντίστοιχα έντυπα και μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στον αντίποδα του δεξιού πόλου αναδείχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ως νέο κόμμα της διακυβέρνησης δεν ξέφυγε από την σύγχρονη τάση -που ισχύει γενικά για τα σύγχρονα κόμματα- της κρατικοποίησης και της μετατροπής σε κόμμα-καρτέλ. Την 4ετία 2015-2019, η σύμφυση με το κράτος αποτέλεσε τον παράγοντα συνοχής του. Είναι χαρακτηριστικό, ότι παρά τις καταστατικές πρόνοιες, 7 στα 10 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ήταν διορισμένοι στο κράτος.[6]
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 9
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 10
Ο ΣΥΡΙΖΑ δε διαθέτει στοιχειώδη κομματική οργάνωση, κατά συνέπεια, η σχέση με την εκλογική του βάση παραμένει ευάλωτη. Μέχρι το 2015, τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσαν μόλις το 1,5% της εκλογικής βάσης του κόμματος, ενώ η κομματική ταύτιση με το ΣΥΡΙΖΑ, μετά το Δημοψήφισμα, υπήρξε εξαιρετικά αποδυναμωμένη (στοιχεία του Πολιτικού Βαρόμετρου της Public Issue). Επομένως, η απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας έχει ανοίξει μία περίοδο σημαντικής δοκιμασίας για το κόμμα της νέας αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η έκβαση θα κριθεί στο στοίχημα του μετασχηματισμού που θέτει ως προτεραιότητα η ηγεσία του. Η εξαγγελία, όμως, του ΣΥΡΙΖΑ για δημιουργία «μαζικού, πολυσυλλεκτικού» κόμματος αποτελεί για τα σημερινά κοινωνικά δεδομένα της πολιτικής ένα ενδιαφέρον, αλλά και εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα.
——————–
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Colin Crouch, Post Democracy (Cambridge: Polity Press, 2004)· ελληνική έκδοση, Κόλιν Κραουτς, Μεταδημοκρατία μετάφραση Αλέξανδρος Κιουπκιολής (Αθήνα: Εκκρεμές, 2006).
[2] Σχετικά με την ιστορική εμπειρία παράκαμψης του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, υπάρχουν στην προδικτατορική περίοδο, δύο αντίστοιχα παραδείγματα, στο Μεσοπόλεμο και στον Εμφύλιο, που περιγράφονται εκτενώς στο βιβλίο του Νίκου Αλιβιζάτου, σχετικά με την κρίση των θεσμών στην Ελλάδα. Βλέπε σχετικά, Νίκος Αλιβιζάτος, Οι Πολιτικοί Θεσμοί σε Κρίση, 1922-1974. Όψεις της Ελληνικής Εμπειρίας (Aθήνα: Θεμέλιο, 1983).
[3] Βλέπε σχετικά, Lauri Karvonen, The Personalization of Politics. A Study of Parliamentary Democracy (Colchester: ESPR, 2010).
[4] Η ανάλυση των εκλογικών δεδομένων στηρίζεται σε ένα στατιστικό υπόδειγμα τετραγωνικού προγραμματισμού (quadratic programming) που χρησιμοποιεί τα πραγματικά αθροιστικά (aggregate) εκλογικά αποτελέσματα, στο επίπεδο των καποδιστριακών δήμων (n=1035). Το εν λόγω υπόδειγμα έχει υιοθετηθεί από την Στατιστική Υπηρεσία της Δανίας στη μελέτη των εθνικών εκλογών. Από το 2015, χρησιμοποιείται από την Public Issue για την ανάλυση εκλογικών αποτελεσμάτων στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Βλέπε σχετικά, Carin van der Ploeg, “Quadratic programming model. A Comparison of Different Estimation Methods of Voting Transitions with an Application in the Dutch National Elections,” http://www.cbs.nl/, 2008 και Γιάννης Μαυρής, «Από τον Ιανουάριο στον Σεπτέμβριο 2015. Η Ανατροπή της Ανατροπής,» (εισήγηση στην ημερίδα της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, με θέμα: «Το εκλογικό 2015. Καταγραφές, ανιχνεύσεις, ερμηνείες,» 24 Νοεμβρίου 2015. Το ουσιαστικό πλεονέκτημά της μεθόδου, απέναντι στις δημοσκοπήσεις εξόδου και γενικά τις δημοσκοπήσεις είναι ότι λαμβάνει υπόψη του και την αποχή, δηλαδή αυτούς που δεν ψηφίζουν, κάτι που –εξ’ ορισμού- αδυνατεί να αποτυπώσει το exit poll.
[5] O δείκτης κατακερματισμού του κομματικού συστήματος ENP που έχουν εισάγει δύο πολιτικοί επιστήμονες (Laakso και Taagepera) τη δεκαετία του 1980, επιτρέπει μια περισσότερο αξιόπιστη και συγκριτική αποτύπωση των μακροχρόνιων τάσεων των κομματικών συστημάτων. Βλέπε σχετικά, Markku Laakso and Rein Taagepera, ” ‘Effective’ Number of Parties: A Measure with Application to West Europe,” Comparative Political Studies 12, no 1 (April 1979): 3–27, doi:10.1177/001041407901200101. Για την ελληνική περίπτωση, Μαυρής, «Η Ανατροπή της Ανατροπής».
[6] Γιάννης Μαυρής, «ΣΥΡΙΖΑ, Κόμμα, Κράτος. Mετά τη Διακυβέρνηση, τι;», 13 Ιουνίου 2019, http://www.mavris.gr /6019/syriza-party-state/
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλιβιζάτος, Νίκος. Οι Πολιτικοί Θεσμοί σε Κρίση, 1922-1974. Όψεις της Ελληνικής Εμπειρίας (Aθήνα: Θεμέλιο, 1983).
Crouch, Colin. Post Democracy (Cambridge: Polity Press, 2004)· ελληνική έκδοση, Κόλιν Κραουτς, Μεταδημοκρατία μετάφραση Αλέξανδρος Κιουπκιολής (Αθήνα: Εκκρεμές, 2006).
Karvonen, Lauri. The Personalization of Politics. A Study of Parliamentary Democracy (Colchester: ESPR, 2010).
Μαυρής, Γιάννης. «Από τον Ιανουάριο στον Σεπτέμβριο 2015. Η Ανατροπή της Ανατροπής,» (εισήγηση στην ημερίδα της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, με θέμα: «Το εκλογικό 2015. Καταγραφές, ανιχνεύσεις, ερμηνείες,» 24 Νοεμβρίου 2015.
Μαυρής, Γιάννης. «ΣΥΡΙΖΑ, Κόμμα, Κράτος. Mετά τη Διακυβέρνηση, τι;», 13 Ιουνίου 2019, http://www.mavris.gr /6019/syriza-party-state/ .
van der Ploeg, Carin and Quadratic programming model. A Comparison of Different Estimation Methods of Voting Transitions with an Application in the Dutch National Elections,” 2008.
. “
*Το παρόν κείμενο αποτέλεσε εισήγηση στην ημερίδα που διοργάνωσαν για τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, οι εταιρείες aboutpeople και Cloud7, στις 7 Οκτωβρίου 2019. Το κείμενο χωρίς τα διαγράμματα δημοσιεύεται στο: Πέτρος Ιωαννίδης και Ηλίας Τσαουσάκης, επιμ. 2019. Οι Πρώτες εκλογές μετά το Μνημόνιο. Η Ακτινογραφία της Ψήφου (Αθήνα: Παπαζήσης, 2020), 27-36.