Προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ στο Σύνταγμα (Πέμπτη, 15 Οκτωβρίου 1981)
1. Η σημασία των εκλογών της 18ης Οκτωβρίου 1981 για τη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία
Χωρίς αμφιβολία, οι εκλογές του 1981 μπορούν να θεωρηθούν τομή στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία. Πρόκειται για το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός ολόκληρης της μεταπολιτευτικής περιόδου 1974-2009, μέχρι δηλαδή τη χρεωκοπία της χώρας, το 2010. Αλλά και σε ευρύτερη ιστορική προοπτική, οι εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 στάθηκαν ένα από τα κεντρικά πολιτικά γεγονότα ολόκληρης της μεταπολεμικής περιόδου, αφού μe αυτές τερματίστηκε – για πρώτη φορά με τέτοια σαφήνεια και διάρκεια – η σχεδόν αδιάκοπη μετεμφυλιακή διακυβέρνηση της χώρας από τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις.
Το εκλογικό συμβάν του 1981 – δηλαδή, η “γρήγορη” άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση – δεν ήταν ένα συγκυριακό φαινόμενο, ούτε όμως και ένα απλό παράγωγο της πρώιμης Μεταπολίτευσης (1974-1981). Άλλωστε η ίδια η 8ετής διάρκεια της πρώτης διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-1989) παρέχει απόδειξη για το μη-συγκυριακό χαρακτήρα του φαινομένου. Η διαμόρφωση ενός παρόμοιου κοινωνικού, πολιτικού και εκλογικού ρεύματος, μέσα σε ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα επτά ετών, υπήρξε μοναδική μέχρι την εμφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ (2012-2015) και παραμένει ακατανόητη για όποιον επιμένει να βλέπει την ερμηνεία σε επιμέρους και συγκυριακούς παράγοντες, αγνοώντας τις ιστορικές προϋποθέσεις και προεκτάσεις του φαινομένου.
Το αποτέλεσμα του 1981 είναι ιστορικό και συμπύκνωσε τις διεργασίες ολόκληρης της ελληνικής μετεμφυλιακής πολιτικής ιστορίας: την διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης της Αριστεράς με το ΕΑΜικό κοινωνικό μπλοκ μετά τον εμφύλιο πόλεμο, την εμφάνιση του φαινομένου του “Κέντρου” στη δεκαετία του ’60 (1961), την προδικτατορική κρίση εκπροσώπησης, που παρατάθηκε και εντάθηκε εξαιτίας της δικτατορίας, την εγγενή κρίση της αστικής ιδεολογίας, την κίνηση των κοινωνικών αγώνων 2 δεκαετιών (1960-1980), την έκβαση της πάλη για την ηγεμονία και την αντανάκλασή τους στο ιστορικό πρόγραμμα της Αλλαγής. Το πρόγραμμα αυτό αποκρυσταλλώθηκε, το 1981, και σε πρόγραμμα διακυβέρνησης.
2. Το μέγεθος της εκλογικής μεταβολής
Από ποσοτική και πολιτική πλευρά, το εκλογικό ρεύμα προς το ΠΑΣΟΚ, το 48,07% (2.726.309 ψήφοι) αποδείχθηκε το βασικό ρεύμα των εκλογών. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εκλογική μετακίνηση που έχει σημειωθεί στην σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία, μέχρι την εμφάνιση και ανάδυση του ΣΥΡΙΖΑ (Οκτώβριος 2009-Ιανουάριος 2015).
ΠΙΝΑΚΑΣ
1974 | 1977 | 1981 | 1977-1981 | 1974-1981 | |
ΠΑΣΟΚ | 666.413 | 1.300.025 | 2.726.309 | 1.426.284 | 2.059.896 |
13,5% | 25,3% | 48,07% |
2009 | 2012Ι | 2015Ι | 2009-2012Ι | 2009-2015Ι | |
ΣΥΡΙΖΑ | 315.627 | 1.655.022 | 2.246.064 | 591.042 | 1.930.437 |
4,6% | 26,9% | 36,3% |
Οι ψηφίσαντες στις βουλευτικές του 1981 ανερχόταν σε 5.753.478, ενώ τον Ιανουάριο του 2015 σε 6.330.786 (Το εκλογικό σώμα είναι το 2015 μεγαλύτερο κατά 577.000 ψηφοφόρους)
Η αύξηση της δύναμης του ΠΑΣΟΚ (περίπου23% από το 1977) είχε διπλή προέλευση. Από το χώρο του Κέντρου – που αντιπροσώπευε η εκλογική δύναμη της ΕΔΗΚ το 1977 – θα απορροφήσει σχεδόν το σύνολο, ενώ θα αποσπάσει από την άλλη σημαντικό μέρος της εκλογικής βάσης της Δεξιάς. Η μετατόπιση αυτή ήταν κάτι παραπάνω από αλματώδης. Στα πρώτα επτά χρόνια της μεταπολιτευτικής περιόδου, θα μετακινηθούν προς το ΠΑΣΟΚ πάνω από 2.000.000 ψηφοφόροι! Αριθμός που αντιπροσώπευε περισσότερο από το 1/3 του συνολικού εκλογικού σώματος (σχεδόν 35%). Το 1981, σε σχέση με το 1974, το ΠΑΣΟΚ θα 4πλασιάσει την εκλογική του επιρροή (ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ, ξεκινώντας από χαμηλότερα επίπεδα κοινωνικής επιρροής, στην περίοδο 2009-2015, θα την 7πλασιάσει.)
Το 1981 το ΠΑΣΟΚ “πήρε” από το Κέντρο την Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, τις Κυκλάδες, τη Μαγνησία και τα Τρίκαλα. Η δεύτερη πηγή του ρεύματος προς το ΠΑΣΟΚ ήταν η ΝΔ. Η μετακίνηση από αυτόν τον πολιτικό χώρο αντιπροσώπευε περίπου το 14% του εκλογικού σώματος – δηλαδή 30% της εκλογικής δύναμης που διέθεταν αθροιστικά τα κόμματα της Δεξιάς το 1977. Μόνη περίπτωση όπου η αύξηση του ΠΑΣΟΚ υπολήφθηκε της αντίστοιχης μείωσης του Κέντρου, αποδείχθηκε ο νομός Χανίων, στον οποίο, εκτός της ΕΔΗΚ, είχε καταγράψει το 1977 σημαντική δύναμη και το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων, που είχε ιδρύσει στις 6/9/1977 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος τον Μάιο του 1978, θα προσχωρήσει στην Νέα Δημοκρατία. Από την άλλη πλευρά, αυτή η αύξηση εμφανίσθηκε υπερδιπλάσια μόνο στον νομό Ροδόπης, λόγω της μαζικής υπερψήφισής του ΠΑΣΟΚ από την μουσουλμανική μειονότητα.
3. Η ανάδυση των μεταπολιτευτικών πολιτικών δυνάμεων
Πως προέκυψε όμως ο συσχετισμός του 1981; Οι βασικές ιδεολογικές και πολιτικές συντεταγμένες των πολιτικών δυνάμεων της μεταπολίτευσης. εμφανίζονται στη συντομευμένη προεκλογική περίοδο του Νοεμβρίου 1974. Τα βασικά χαρακτηριστικά των πολιτικών φορέων που διαγράφονται στις πρώτες εκλογές αφορούν τόσο τη φυσιογνωμία τους όσο και τη γραμμή τους. Είναι η περίοδος που η ΝΔ διαμορφώνει τη νέα “ευρωπαϊκή” φυσιογνωμία και την εκσυγχρονιστική στρατηγική του Κράτους – Δικαίου.
Η μεταπολιτευτική πολιτική σκηνή θα χαρακτηρισθεί ακόμη από δύο ακόμα σημαντικά στοιχεία: 1) από τη νομιμοποίηση της κομμουνιστικής Αριστεράς και την ταυτόχρονη δημοσιοποίηση της διάσπασής της (1968). 2) Από την εμφάνιση και τη θεαματική συγκρότηση ενός νέου πολιτικού οργανισμού, του ΠΑΣΟΚ.
Στο χώρο της Αριστεράς, Το ΚΚΕ διαφυλάττοντας τον “ορθόδοξο” χαρακτήρας του κερδίζει τις πρώτες εντυπώσεις στην ενδοκομμουνιστική διαμάχη. Αντίθετα στην ίδια περίοδο, το ΚΚΕεσ. αποτυπώνει τα πρώτα χαρακτηριστικά δείγματα μιας συντηρητικότερης μετατόπισης, αποβλέποντας στο “εθνικό ακροατήριο” τάση που καταλήγει στην απροκάλυπτη υποστήριξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή με την περίφημη μπροσούρα “Οι Στόχοι του Έθνους” (Απόφαση – Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕεσ – 3 Σεπτέμβρη 1974).
Πρωτοσέλιδα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 16/10/81 και Δευτέρα 19/10/81
4. «Στις 18 Σοσιαλισμός»
Από την άλλη πλευρά, είναι η περίοδος εμφάνισης εκείνης της τακτικής του ΠΑΣΟΚ που καταγράφηκε ιστορικά, ως “ιδιόμορφος αριστερισμός“. Ο “αριστερισμός” του ΠΑΣΟΚ, διαμορφωμένος από την περίοδο του ΠΑΚ (δικτατορία), είναι απόρροια της υπερεκτίμησης των αντιστασιακών διαθέσεων και της πρακτικής των μαζών στην περίοδο αυτή. Έχει οδηγήσει, ήδη, σε μια σειρά υπερβολικών εκτιμήσεων, όπως εκείνη του 1971, ότι “η χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση και προεπαναστατική περίοδο” ή ότι “άρχισε η λαϊκή επανάσταση”, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, και που καταλήγουν στην “αλλαγή φρουράς που υποτίθεται ότι επιτελείτο με τη μεταπολίτευση του 1974.” Έτσι το σύνθημα “στις 18 Σοσιαλισμός” στις εκλογές του 1974 μπορεί να φανεί εκ πρώτης απόψεως ως συνέχεια των προηγούμενων.
Όμως ο “αριστερισμός” του ΠΑΣΟΚ είναι ιδιότυπος. Ιδιότυπος, διότι αν και ως πολιτική γραμμή συνιστά όντως αριστερισμό, τα ιδεολογικά του αποτελέσματα θα αποβούν σε τελική ανάλυση θετικά για το ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου καταγράφονται ως το μόνο πολιτικό ρεύμα της περιόδου που βρίσκεται σε αντιπαράθεση με το “κοινωνικό συμβόλαιο” της μεταπολίτευσης. Από το χαρακτηρισμό της μετάβασης ως “Αλλαγή νατοϊκής φρουράς”, έως το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα “στις 18 Σοσιαλισμός”, το ΠΑΣΟΚ είναι ο μοναδικός επίσημος πολιτικός φορέας που αμφισβητεί το κυρίαρχο ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο. Προβάλλει ως κεντρικά προεκλογικά συνθήματα την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό και την αυτοδιαχείριση, την κατάργηση της εκμετάλλευσης.
Χαρακτηριστικά, στον κεντρικό προεκλογικό λόγο του στο Σύνταγμα (14-11-1974), ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θα πει:
“Το ΠΑΣΟΚ πιστεύει ότι η κυριώτερη αιτία της κακοδαιμονίας του τόπου μας είναι η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής στα χέρια μιας μικρής μειοψηφίας, που αποφασίζει για την τύχη του λαού μας σύμφωνα με τα δικά της συμφέροντα […] Γι’ αυτό η πραγματική εξουσία θα ασκείται από το λαό μόνον όταν τα μέσα παραγωγής ελέγχονται αποτελεσματικά από τον λαό, κάτι που δεν μπορεί να γίνει στα πλαίσια της σημερινής οργάνωσης της κοινωνίας μας […] Για να πάψει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για να σταματήσει η εξυπηρέτηση του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου και της ντόπιας εξαρτημένης ολιγαρχίας, για να δοθεί το δικαίωμα στο λαό να αποφασίσει αυτός για την τύχη του, για να μπορέσει επιτέλους ο λαός να εκφράσει και να επιβάλει τη θέλησή του, το ΠΑΣΟΚ θα αγωνιστεί δίπλα στα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα του λαού μας για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της χώρας μας”
Διατυπώνοντας δημόσια (δηλαδή αντικειμενικά και έξω από τις προθέσεις του ίδιου του φορέα τους) παρόμοιες θέσεις, στις συνθήκες του ’74, έρχεται σε ρήξη με ολόκληρο το πολιτικό φάσμα και κυρίως με την κομμουνιστική Αριστερά, η οποία λόγω της ιστορικής της φυσιογνωμίας (ήττα, διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης με τις λαϊκές μάζες, διάσπαση κλπ.) διατηρεί πάντοτε έντονα τα στοιχεία της ηττοπάθειας και του αμυντισμού. Ο “ρεαλισμός” και η “υπευθυνότητά” της, την οδηγούν να ασκήσει έντονη κριτική στον Ανδρέα Παπανδρέου για “μαξιμαλισμό”, ιδιαίτερα λόγω του συνθήματος στις “18 Σοσιαλισμός”. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα, ότι οι απόψεις προερχόμενες κυρίως από το ΚΚΕεσ απέδωσαν εν μέρει τη συντριπτική νίκη της ΝΔ ακριβώς σε αυτό το σύνθημα: η επαγγελία του σοσιαλισμού τρομοκράτησε τους ψηφοφόρους που μπροστά στον κίνδυνο αποσταθεροποίησης προτίμησαν την “ασφάλεια” που προσέφερε η παρουσία του Καραμανλή.
Ωστόσο, το σύνθημα “στις 18 σοσιαλισμός” είχε μεγάλη ιδεολογική σημασία. Λειτούργησε, ως ιδεολογικό αντίβαρο στο σύνθημα “Καραμανλής ή τανκς”, το οποίο χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως ιδεολογικός εκφοβισμός και αποτέλεσε το ισχυρό επιχείρημα του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Είναι προφανές, ότι η επαγγελία του “σοσιαλισμού στις 18” ήταν εξωπραγματική, όχι μόνον διότι ήταν εντελώς αδύνατον να κερδίσει το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές, αλλά κυρίως διότι δεν υπήρχαν οι κοινωνικές προϋποθέσεις για παρόμοια εξέλιξη.
Ωστόσο, ο “αριστερισμός” αυτός καταγράφει το ΠΑΣΟΚ ως αντίπαλο δέος του Καραμανλή και, ταυτοχρόνως, το συνδέει με το διάχυτο δυναμικό ριζοσπαστισμό εκείνης της εποχής. Το γεγονός αυτό θα αποβεί καθοριστικός παράγοντας στην επόμενη ιστορική περίοδο. Θα κρίνει τη μάχη, σχετικά με το ποιος πολιτικός φορέας θα αναδειχθεί σε προνομιακό εκφραστή των λαϊκών διαθέσεων. Όσο και αν το αποτέλεσμα των εκλογών, αλλά και η τότε θέση των κομμάτων προδιαθέτουν μια συγκεκριμένη τάση, το ζήτημα αυτό θα επιλυθεί βασικά στην επόμενη φάση 1975-1976.
Όπως άλλωστε έχει αποδειχθεί αλλού (Μαυρής 1993), με βάση την εκλογική γεωγραφία των κομμάτων, στις εκλογές του 1974, τα εργατικά και λαϊκά τμήματα (όσα δεν μετακινούνται συγκυριακά στον Καραμανλή) δείχνουν μεγαλύτερη προτίμηση στην Ενωμένη Αριστερά παρά στο ΠΑΣΟΚ. Το ζήτημα είναι ακόμη ανοιχτό, αν και η εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ είναι ήδη λαϊκή, ούτε ιδιαίτερα “μικροαστική” ούτε ιδιαίτερα “αγροτική”, όπως πίστευαν πολλοί.
5. Η εδραίωση του ΠΑΣΟΚ
Η δεκαετία ’80 θα αποτελέσει για την Ελλάδα τη δεκαετία του ΠΑΣΟΚ, που αποδείχθηκε το πιο δυναμικό πολιτικό φαινόμενο στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο. Η συγκρότηση του ΠΑΣΟΚ και η σταθεροποίησή του (παρά τις διαφορετικές εκτιμήσεις που διατυπώνονται τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης), ακόμα δε και η πολιτική ή οργανωτική του ανάπτυξη, υποδηλώνουν το κενό πολιτικής εκπροσώπησης που δημιουργήθηκε στην τελευταία φάση της προδικτατορικής περιόδου και διευρύνθηκε με τη δικτατορία.
Είναι βεβαίως εσφαλμένη η γνώμη, ότι το ΠΑΣΟΚ έκφρασε και κάλυψε με την ίδρυσή του αυτομάτως αυτό το κενό. Η πολιτική και ιδεολογική συγκρότηση ενός κομματικού σχηματισμού και κυρίως η ανάληψη από τον ίδιον της “ιστορικής αντιπροσώπευσης” κοινωνικών ομάδων, κινημάτων κλπ., πρέπει να κατανοείται πάντοτε μέσα στα πλαίσια μιας όχι ευθύγραμμης, ούτε αυτόματης, αλλά συγκρουσιακής και αντιφατικής διαδικασίας. Πρόκειται για μια διαδικασία που κρίνεται μέσα στους κοινωνικούς, τους πολιτικούς και τους ιδεολογικούς ανταγωνισμούς της εκάστοτε συγκυρίας, ως πολιτικό αποτέλεσμα της έκβασής τους. Η πολιτική εκπροσώπηση των ριζοσπαστικοποιημένων μικροαστικών και αγροτικών στρωμάτων, όπως και των νέων μερίδων της εργατικής τάξης (βιομηχανικό προλεταριάτο), αποτέλεσε ευρύ πεδίο σύγκρουσης των μεταπολιτευτικών πολιτικών δυνάμεων της αριστεράς. Η ΕΚ-ΝΔ με το σοσιαλδημοκρατικό της προφίλ, ξεκίνησε το 1974 ως αξιωματική Αντιπολίτευση διαθέτοντας το 20% του εκλογικού σώματος. Η δε Ενωμένη Αριστερά με 9,5% παρουσιαζόταν σχεδόν ισοδύναμη με το ΠΑΣΟΚ (13,5%).
Γενικότερο συμπέρασμα: Οι ιστορικές και πολιτικές προϋποθέσεις που υπάρχουν δεν αρκούν για να κρίνουν μια παρόμοια διαδικασία αν δεν συναρθρωθούν με την κοινωνική κίνηση της περιόδου. Πχ., τα δύο Κομμουνιστικά Κόμματα παρά την ιστορική τους κρίση (ήττα του ΕΑΜικού συνασπισμού, απώλεια αγροτικών μαζών, διάσπαση του ’68 κλπ.) θα μπορούσαν, ίσως να διεκδικήσουν έναν άλλο ρόλο στην κοινωνική ζωή, κάτι που, ασφαλώς, θα αφαιρούσε, ένα τμήμα της λαϊκής υποστήριξης του ΠΑΣΟΚ.
Η περίοδος είναι ουσιαστικά αυτή μέσα στην οποία θα διαμορφωθεί το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα του ΠΑΣΟΚ, θα χαραχθούν οι διαχωριστικές γραμμές που το διαφοροποιούν ριζικά από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις της περιόδου. Η φυσιογνωμία του είναι διττή: Από την μία πλευρά, άρνηση του πλαισίου της μεταπολίτευσης, που τη χαρακτηρίζει ως “καισαρική δημοκρατία” (άρνηση του συντάγματος, απαίτηση πλήρους αποχουντοποίησης, σκληρή στάση στο Κυπριακό, κλπ.). Από την άλλη, γραμμή αποδοχής και πριμοδότησης των κοινωνικών αγώνων που έχουν ξεσπάσει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους αγώνες των αγροτών, που χαρακτηρίζουν την πρώτη μεταπολιτευτική φάση και τη σημασία των οποίων έχει εκτιμήσει το ΠΑΣΟΚ.
Οι ριζοσπαστικές πολιτικές θέσεις που διαμορφώνει, η επαγγελία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και της αυτοδιαχείρισης έχουν ως αποτέλεσμα, στο επίπεδο του πολιτικού προσωπικού, τη ρήξη και απομάκρυνση από αυτό του συνόλου σχεδόν των βουλευτών του προδικτατορικού Κέντρου, ακόμα και της Κεντροαριστεράς. Είναι χαρακτηριστικό, ότι από τους 100 βουλευτές της ΕΚ που συμμετείχαν στη σύσκεψη υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, μόνο, 2 τον ακολούθησαν (Γιάννης Αλευράς, Γιάννης Κουτσοχέρας).
Η οριοθέτηση από την ΕΚ-ΝΔ λόγω των αντιφάσεων της τελευταίας είναι εύκολη. Το ΠΑΣΟΚ επίσης οριοθετείται ολοκληρωτικά και από την σοσιαλδημοκρατία, κυρίως από τη δυτικογερμανική (SPD).
Ένα απάνθισμα χαρακτηρισμών από του λόγους του Ανδρέα Παπανδρέου αυτής της περιόδου είναι το παρακάτω:
1) “στήριγμα του μονοπωλιακού κεφαλαίου“, “ουσιαστικά μεταρρυθμιστικός, ανανεωτικός, ευπροσωπότερος καπιταλισμός“, “Λίγο προοδευτικότερη ή λίγο συντηρητικότερη του δημοκρατικού κόμματος των ΗΠΑ” (19-1-1975).
2) “εκφραστής της νέας πατερναλιστικής φάσης του καπιταλισμού” (16-3-1975).
3) “έντεχνη έκφραση ενός αστικού κόμματος”, 5-7-1975.
4) “η πρωτοπορεία του ΝΑΤΟ και του μονοπωλιακού κεφαλαίου στην Ευρώπη” (10-7-1975).
5) “ο πιο αποφασιστικός σύμμαχος του πολυεθνικού κεφαλαίου“, “ο υπέρμαχος του σύγχρονου καπιταλισμού“, “ο κύριος εκφραστής της Αμερικάνικης πολιτικής στον ευρωπαϊκό χώρο” (13-4-1975).
Η οριοθέτηση όμως δεν αφορά μόνο την κλασσική σοσιαλδημοκρατία, αλλά και την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Αριστερά των Κ.Κ. Στην αντιπαράθεση με την παραδοσιακή κομμουνιστική Αριστερά χρησιμοποιείται η ανοικτή κρίση της, η για τους γνωστούς ιστορικούς λόγους υπονόμευση και περιθωριοποίησή της.
6. Η εκλογική (κοινωνική) πόλωση και η “συνέχεια” προδικτατορικής – μεταπολιτευτικής περιόδου
Το 1981 αναβιώνει έντονα η εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου το 1964 και μαζί αποκαλύπτεται η “συνέχεια” προδικτατορικής – μεταπολιτευτικής περιόδου.
Οι ομοιότητες που εμφανίζουν το 1981 οι εκλογικοί χάρτες των τριών κυρίαρχων πολιτικών σχηματισμών (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ), με τους αντίστοιχους προδικτατορικούς της ΕΡΕ, της ΕΚ και της ΕΔΑ), είναι εντυπωσιακές.
Το 1981, ή σωστότερα η πρώτη περίοδος διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-1989) μπορεί να θεωρηθεί, τελικά, ως επιστέγασμα μιας ολόκληρης ιστορικής φάσης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, διάρκειας σχεδόν 40 χρόνων, που ξεκινάει με την εμπειρία του ΕΑΜ. Η “εξόφληση” αυτή των τόσο διαφορετικών “ιστορικών γραμματίων” που επιτελείται, κλείνει ταυτόχρονα αυτήν την ιστορική περίοδο. Η περίοδος που ανοίχθηκε μετά την διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υπήρξε σίγουρα η απαρχή μιας νέας εποχής για την ελληνική κοινωνία. Έτσι μπορεί να θεωρηθεί βάσιμα, ότι η διαιρετική τομή που εγγράφηκε στην ελληνική κοινωνία με την ΕΑΜική επανάσταση της κατοχής και τη συντριβή της στον εμφύλιο πόλεμο, κατά τη δεκαετία του ’80, εξάντλησε σε ένα μεγάλο βαθμό τη δυναμική της.
Το αποτέλεσμα του 1981 θεωρήθηκε, σχηματικά, ως “δικαίωση”. Σε τι συνίστατο όμως αυτή η «δικαίωση»; Πρόκειται για την κοινοβουλευτική “εκδίκηση” των ηττημένων. Πρόκειται για την επιστροφή – όχι της καρικατούρας, αλλά μιας ανάμνησης. Μετά το 1981, το φάντασμα του EAM θα πλανηθεί για μια περίοδο πάλι πάνω από την Ελλάδα. Ορόσημο σε αυτήν τη διαδικασία θα αποτελέσει η συγκρουσιακή αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1982. Αυτό που θα «δικαιωθεί» το 1981 είναι οι κοινωνικοί αγώνες που διεξήγαγαν οι κυριαρχούμενες τάξεις, από την περίοδο της κατοχής και ύστερα.
7. Οι εκλογές του 1981 και η σταθερότητα του καθεστώτος
Αν μιλήσουμε μακροπολιτικά, στη μεταπολεμική ελληνική ιστορία, ζήτημα ανόδου στην εξουσία της Αριστεράς και πολιτικών κομμάτων που αντιπροσωπεύουν τις λαϊκές δυνάμεις τέθηκε τέσσερις φορές:
α) Το 1945, Μετά την απελευθέρωση, με το ΕΑΜ και το πρόγραμμα της Λαοκρατίας,
β) Το 1963-1964, με την Ένωση Κέντρου και το πρόγραμμα του εκδημοκρατισμού,
γ) Το 1981, με το ΠΑΣΟΚ, με το πρόγραμμα της Αλλαγής .
δ) Το 2012-2015, με τον ΣΥΡΙΖΑ και το αμυντικό πρόγραμμα της αντίστασης στη λαίλαπα των Μνημονίων.
Μπορούμε να πούμε, σχηματικά, ότι στην Ελλάδα το πείραμα συντελέστηκε, σε τέσσερις εντελώς διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες και κατέληξε σε τέσσερα εντελώς διαφορετικά πολιτικά αποτελέσματα. Και τις τέσσερις φορές, όμως, που δοκιμάσθηκε η ίδια στρατηγική, το τρίπτυχο κυβερνητισμός – κοινοβουλευτισμός – εκλογικισμός οδήγησε στην ήττα. Κάθε φορά η δυναμική, των κοινωνικών αγώνων ήταν όλο και πιο ασθενική: ΕΑΜικό κίνημα στη δεκαετία του 1940, κοινωνικοί αγώνες του ’60 και Ιουλιανά 1965, στη δεκαετία του 1960, ριζοσπαστικοί κοινωνικοί αγώνες της πρώτης μεταπολίτευσης 1975-1977, κίνημα Αγανακτισμένων/πλατείες, τη διετία 2011-2012. Αντίστοιχα αμβλυμμένη υπήρξε και η απάντηση της αστικής τάξης και του κράτους. Έτσι, το ΕΑΜικό κίνημα θα αντιμετωπιστεί με την ένοπλη ανοιχτή βία του εμφύλιου και οι αγώνες του ’60 με την επιβολή της δικτατορίας. Αντίθετα, το 1981, το κράτος έχει πια διαμορφώσει περισσότερο “ελαστική” μορφή.
Στην τελευταία περίπτωση, το 2012, το εγχώριο και πλέον και το ευρωπαϊκό σύστημα επιδόθηκε σε πρωτοφανή εκστρατεία φόβου που αναπτύχθηκε εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, όταν διαφάνηκε το ενδεχόμενο εκλογικής του νίκης (Mavris 2012). Η συντεταγμένη κινδυνολογία, αφορούσε τις καταθέσεις, τους μισθούς και τις συντάξεις, τις ελλείψεις σε φάρμακα και καύσιμα, κ.λπ., που θα προέκυπταν -δήθεν- σε αυτήν την περίπτωση. Από την άλλη πλευρά, η προπαγάνδα της ΝΔ κινήθηκε στις αποχρώσεις του «γκρίζου». Η πίεση που ασκήθηκε στο εκλογικό σώμα από το εσωτερικό και το εξωτερικό, με βάση το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», αποδείχθηκε αποτελεσματική. Ο ΣΥΡΙΖΑ, απώλεσε συνολικά 4,5 μονάδες και η εκλογική του επιρροή συρρικνώθηκε τελικά στο 26,9%. Η εκλογική νίκη του αποτράπηκε.
Για να ξαναγυρίσουμε όμως στο 1981, το 1981, η μορφή του κράτους που συγκροτήθηκε και ανασυγκροτήθηκε, μετά τη δικτατορία, θα αποδειχθεί πλέον -πρώτη φορά- ικανή να ανεχθεί την άνοδο του λαϊκού μπλοκ, στο επίπεδο της κυβερνητικής εξουσίας και τελικά να την απορροφήσει. Είναι φανερό ότι για τις κυρίαρχες τάξεις στην Ελλάδα, η εμπειρία της απώλειας της κυβερνητικής εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή του κρατικού διοικητικού μηχανισμού, αποτέλεσε εμπειρία πολιτικής ωρίμανσης και προσαρμογής. Βέβαια το 1981 δεν είναι 1963. Και η συγκυρία και η μορφή του κράτους είναι εντελώς διαφορετικές. Το καθεστώς δεν κινδύνευε το 1981 από τις λαϊκές τάξεις, όχι μόνο γιατί η επανένταξη στο ΝΑΤΟ (1980), η ένταξη στην ΕΟΚ και η παρουσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Προεδρία διαμόρφωναν δυσμενές για αυτές στρατηγικό συσχετισμό, αλλά κυρίως διότι, το 1981, δεν υπήρχαν διαμορφωμένες οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ρήξη με το καθεστώς.
Το πρόγραμμα που το ΠΑΣΟΚ έχει διαμορφώσει το 1981 και με το οποίο κερδίζει τις λαϊκές τάξεις είναι η “Αλλαγή”, ένα -λόγω της ήττας του εμφυλίου- σαφώς ρεφορμιστικό-μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Επιπλέον, η εκλογική νίκη του έγινε δυνατή, μόνο ύστερα από αλλεπάλληλες ήττες στο πεδίο των κοινωνικών κινημάτων/αγώνων. Οι ήττες αυτές πριμοδότησαν καθοριστικά και εμπέδωσαν στις λαϊκές μάζες την πεποίθηση/αυταπάτη της κοινοβουλευτικής προσμονής. Κάτι που θα επαναληφθεί -σε σαφώς δυσμενέστερες συνθήκες- και στο 4ο πείραμα της πρόσφατης ιστορίας μας, το 2015 με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μπορεί το 1981 η ελληνική αστική τάξη να μην καταλήφθηκε από τον πανικό και την υστερία, όπως το 1963-1964, αφού ο “πραγματικός” κίνδυνος για το καθεστώς αποδείχθηκε πολύ μικρότερος, δεν έλλειψε εντούτοις η φοβία μπροστά στο επικείμενο “σοσιαλιστικό” πείραμα – παρά την ύπαρξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Προεδρία (Από αυτήν την άποψη είναι χαρακτηριστικές οι διατυπώσεις του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη, στα αυτοβιογραφικά του κείμενα) .
Πάντως, για να θυμηθούμε και τον Ζαν Μεϋνώ – που έγραφε το 1966, αναφορικά με την προδικτατορική περίοδο (Μεϋνώ 1966, 176), ότι: «ο φόβος της ιδέας μιας οποιοσδήποτε αλλαγής «μας φαίνεται ότι αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση τόσο του πραξικοπήματος των στρατιωτικών όσο και της εκτροπής των Ανακτόρων κατά του Κοινοβουλευτισμού με την αποπομπή της λαοπρόβλητης κυβέρνησης Παπανδρέου», το 1981, δεν υπήρχε πια.
Η απάντηση, μάλιστα, που θα δοθεί στην άνοδο του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή η συγκρότηση από το 1982 και ύστερα της Νέας Δημοκρατίας -υπό την ηγεσία του Ε. Αβέρωφ, ως μαζικού αστικού κόμματος είναι καθοριστικής σημασίας. Η ελληνική αστική τάξη κατόρθωσε μετά από τις πολύ «επώδυνες» εμπειρίες του παρελθόντος να αποκτήσει την “ωριμότητα” των δυτικοευρωπαϊκών αστικών τάξεων (ανοχή, ικανότητα συμβιβασμών), [που δεν διέθετε ούτε το 1945 ούτε το 1967] να προσαρμοστεί στη νέα πολιτική συγκυρία και να ανταποκριθεί – από τη μεριά της- στις νέες απαιτήσεις των κοινωνικών ανταγωνισμών.
* Εισήγηση σε ημερίδα που διοργάνωσε το Κέντρο Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού (mέta), στις 18/10/2021, με θέμα τις εκλογές του 1981 και την πρώτη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ