Οι 10 ημέρες που συγκλόνισαν την Εκκλησία

Ανάλυση του

ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90, η αλλαγή ηγεσίας που συντελέσθηκε στην κορυφή της Εκκλησίας σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας περιόδου στην κοινωνική της επιρροή. Η εκ νέου «ανακάλυψη», ή η «επιστροφή» στην Εκκλησία, που σημειώθηκε εκείνην την εποχή οφείλετο σε μια σειρά λόγους: την «εθνική ανασφάλεια» και την αναβίωση των εθνικών ταυτοτήτων, απόρροια της αναταραχής και των πολέμων στα Βαλκάνια, τις αποτυχίες της ΕΕ, την επιδείνωση των σχέσεων με την Τουρκία, τις κοινωνικές φοβίες που προκάλεσε -σε μια ανέτοιμη κοινωνία- το μεταναστευτικό ρεύμα, αλλά βεβαίως και τη γνώριμη διαδικασία σταδιακής απαξίωσης της μεταπολιτευτικής πολιτικής. Επομένως, η ανανέωση που συντελέσθηκε με τη διαδοχή του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, από το σημερινό προκαθήμενο (28/4/1998), συνέπεσε με την αυξανόμενη ιδεολογική και κοινωνική απήχηση της Εκκλησίας, στηρίχθηκε σε αυτήν και έδρασε πολλαπλασιαστικά υπέρ της. Είναι γνωστό, και αυτό ισχύει για όλους τους θεσμούς, όχι μόνον τους αντιπροσωπευτικούς, ότι η διαδοχή ηγεσίας ασκεί σχεδόν πάντοτε θετική επίδραση στη δημόσια εικόνα του θεσμού και κατά κανόνα δημιουργεί δυναμική υπέρ του. Μετά από μια μακροχρόνια περίοδο μη- εκπροσώπησης, ή «αδύναμης» προσωποποίησης (Σεραφείμ), η Εκκλησία απέκτησε «πρόσωπο». Το οποίο, μάλιστα, κατά κοινή ομολογία διέθετε στο μέγιστο βαθμό και την πλέον απαραίτητη ικανότητα που απαιτεί σήμερα η άσκηση δημοσίου αξιώματος, τη διαχείριση των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Η αναβάθμιση του ιδεολογικού λόγου της, που η νέα εκκλησιαστική ηγεσία πέτυχε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς και η επικοινωνία με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, που για πρώτη φορά κατέστη δυνατή, οδήγησαν αρκετούς να θεωρήσουν, ότι είχε έλθει η ώρα να διεκδικήσει η Εκκλησία ένα νέο, ευρύτερο ρόλο και συμμετοχή στο εγχώριο πολιτικό γίγνεσθαι. Ωστόσο, η τότε υπερεκτίμηση των πραγματικών δυνατοτήτων του εκκλησιαστικού μηχανισμού, είναι ίσως και μια βασική εξήγηση για τη σημερινή έκταση της κρίσης.