Από το 1983 αρθρογραφώ συστηματικά στον ημερήσιο, εβδομαδιαίο και περιοδικό Τύπο, σε θέματα πολιτικής ανάλυσης και πολιτικών κομμάτων, ανάλυσης εκλογικών αποτελεσμάτων και εκλογικής συμπεριφοράς, ερευνών Κοινής Γνώμης και δημοσκοπήσεων, έχοντας δημοσιεύσει συνολικά περισσότερες από 550 πολιτικές και εκλογικές αναλύσεις. Ως εκλογικός αναλυτής έχω καλύψει όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου στην Ελλάδα (Βουλευτικές, Ευρωεκλογές, Δημοτικές Νομαρχιακές), στην Κύπρο, στις περισσότερες Βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία, Σερβία, Αλβανία, Fyrom) και αρκετές Ευρωπαϊκές.
Άρθρα μου έχουν δημοσιευθεί στις σημαντικότερες ελληνικές και κυπριακές εφημερίδες: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΤΑ ΝΕΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΤΟ ΒΗΜΑ, ΕΘΝΟΣ. ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ, ΚΕΡΔΟΣ, ΕΠΟΧΗ, ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ, ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ (Κύπρου), ΣΗΜΕΡΙΝΗ (Κύπρου), καθώς και στα περιοδικά: Σχολιαστής, Flash, Αντί, Προοπτική, Κριτική, Οικονομικός Ταχυδρόμος, «Κ», Κράμα, κ.α. Αρκετά από τα αναφερόμενα άρθρα, μεταφράζονται συχνά, αναπαράγονται ,ή αναφέρονται και στο διεθνή Τύπο.
Ακολουθεί χρονολογικός κατάλογος των σημαντικότερων δημοσιευμένων αναλύσεων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι δημοσκοπήσεις εμπλέκονται στην προεκλογική αντιπαράθεση των κομματικών δυνάμεων. θα ήταν αφέλεια να μην αναμένει κανείς, ότι αυτό που αποτέλεσε τον κανόνα στον κομματικό ανταγωνισμό μετά το ’90, υπό σχετικά «κανονικές» συνθήκες, δεν θα επαναληφθεί στη σημερινή συγκυρία παρακμής και κατεδάφισης της πολιτικής. Ωστόσο, όσοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί «πυροβολούν» σήμερα τις δημοσκοπήσεις, για να ενισχύσουν την προπαγάνδα τους ή για να συγκαλύψουν τα δικά τους λάθη, ας αναλογιστούν πρώτα τις διαχρονικές ευθύνες που έχουν για την απαξίωσή τους.
Η εκλογική στρατηγική των κυβερνώντων, για την επικείμενη αναμέτρηση του Μαΐου, είναι σύνθετη και εξελίσσεται, ταυτοχρόνως, σε πολλαπλά επίπεδα. Περιλαμβάνει περισσότερο και λιγότερο αντιληπτές πλευρές.
Με βάση τη μέτρηση Απριλίου της Public Issue, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποκτήσει προβάδισμα, έναντι της ΝΔ, στην πρόθεση ψήφου των ευρωεκλογών. Σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα, άνοδο σημειώνουν και τα δύο αντίπαλα κόμματα. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της ΝΔ. Από την άλλη πλευρά, η διαφορά μεταξύ α/β κόμματος (η λεγόμενη «ψαλίδα») όχι μόνον δεν θα πρέπει να θεωρείται παγιωμένη, αλλά δεν είναι και προβλέψιμη διότι εξαρτάται, σε καθοριστικό βαθμό, από την αποχή· πρωτίστως των ετεροδημοτών, που αποτελούν μια σημαντικότατη από ποσοτική άποψη κατηγορία του εκλογικού σώματος, αλλά και των νεότερων ηλικιακών ομάδων, η συμμετοχή των οποίων στις εκλογές, για αρκετούς λόγους, είναι ιδιαίτερα αβέβαιη.
Οι εκλογές του προσεχούς Μαΐου θα διεξαχθούν: α) σε συνθήκες αποσταθεροποίησης του (δι)κομματικού συστήματος και συνεχιζόμενης βαθύτατης κρίσης εκπροσώπησης, η οποία δεν επιλύθηκε με τις εκλογές του 2012. Η μεγάλη δυστοκία που παρατηρείται στην ανεύρεση και την επιλογή των υποψηφίων αποτελεί απλό σύμπτωμα αυτής της κρίσης και της δομικής αποδυνάμωσης των κομμάτων. β) Επίσης, σε συνθήκες σημαντικής θεσμικής υποβάθμισης (για διαφορετικούς λόγους), τόσο των ρόλου των τοπικών εκλογών, όσο και κυρίως των Ευρωεκλογών.
Ούτε εντυπωσιακές ούτε αμελητέες, οι μηνιαίες μεταβολές, που καταγράφονται τον Φεβρουάριο στην εκτιμώμενη εκλογική δύναμη των κομμάτων, πιστοποιούν σημαντική εκλογική ρευστότητα και αποκαλύπτουν ένα ιδιαιτέρως σύνθετο πολιτικό σκηνικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με ποσοστό 30%, εξακολουθεί να προηγείται της ΝΔ (28,5%), αλλά η απόστασή του από αυτήν μειώθηκε. Η σμίκρυνση της διαφοράς, που παρατηρείται, οφείλεται περισσότερο στις δικές του απώλειες και λιγότερο στα κέρδη της ΝΔ (-1,5%, έναντι +0,5%). Είναι δε αποτέλεσμα τουλάχιστον δύο παραγόντων, άνισης βαρύτητας.
To φθινόπωρο του 2012, στις απαρχές του νέου πολιτικού κύκλου, η συμμαχική κυβέρνηση (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) έδειχνε να διαθέτει περιορισμένη περίοδο χάριτος. Η αλματώδης άνοδος της κοινωνικής απήχησης της Χρυσής Αυγής, μετά τις εκλογές του Ιουνίου, ως αποτέλεσμα της πολιτικής και ιδεολογικής νομιμοποίησης που πέτυχε σε αυτές, επηρέασε άμεσα τη ΝΔ. Σε σύγκριση με τις πρόσφατες εκλογές, η κοινωνική απήχηση της τελευταίας εμφανίσθηκε αισθητά μειωμένη.
H παρατεταμένη προεκλογική περίοδος στην οποία έχει εισέλθει η χώρα, εν όψει των επερχόμενων διπλών (;) εκλογών του Μαΐου, έχει ήδη ως αποτέλεσμα τη σχετική ενίσχυση του νέου (συρρικνωμένου) δικομματισμού. Λόγω του πολωτικού χαρακτήρα της αναμέτρησης, που διαγράφεται (ανεξάρτητα από τη δευτερεύουσα θεσμική σημασία τους – εκλογές β’ τάξης), τόσο το προβάδισμα, όσο και η διαφορά πρώτου/δεύτερου κόμματος αναδεικνύονται, εύλογα, σε καθοριστικές παραμέτρους του εκλογικού ανταγωνισμού.
* Με ποιον τρόπο εκφράζεται η κοινωνία για την κυβέρνηση από τις εκλογές και μετά; Στο μεγαλύτερο μέρος της μετεκλογικής περιόδου, η κυβέρνηση Σαμαρά κατάφερε να συγκρατήσει τη στήριξη του μεγαλύτερου μέρους των ψηφοφόρων της. Παρόλα αυτά, δεν ξεπέρασε το 30%, ενώ τα δημοσκοπικά ποσοστά της παρουσίασαν διακυμάνσεις, ανάλογα με τη συγκυρία. Ένα στοιχείο…
Με βάση μια πρόσφατη έρευνα της Public Issue (Νοέμβριος 2013), προκύπτει ότι 6 στους 10 ερωτώμενους (61%) θεωρούν ως κόμμα με «ακραίες απόψεις» τη Χρυσή Αυγή, και μόνον 1 στους 10 (11%) τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το φοιτητικό κίνημα (φ.κ.) που αναπτύχθηκε ιστορικά κατά τη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα (1972-73), με σημείο καμπής την εξέγερση του Πολυτεχνείου, διαμόρφωσε τη φυσιογνωμία του (οργάνωση, πολιτική, στρατηγική) στην περίοδο που άνοιξε με την πτώση της δικτατορίας. Στη συνέχεια, όμως, ακολούθησε φθίνουσα πορεία, με μόνη εξαίρεση τις καταλήψεις του 1979, για να εκφυλιστεί πλήρως, μετά την Αλλαγή του 1981 και το 11ο Πανσπουδαστικό Συνέδριο.